Η παγκόσμια γεωργία παράγει υπερβολικά πολλά σιτηρά, σάκχαρα και λίπη, ενώ η σημερινή παραγωγή φρούτων, λαχανικών και πρωτεϊνών δεν αρκεί για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσει την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες.
Στο Πανεπιστήμιο του Γκελφ στον Καναδά, ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν αυτήν τη στιγμή ολόκληρος ο πληθυσμός του πλανήτη αποφάσιζε να υιοθετήσει μια πιο υγιεινή διατροφή, δεν θα υπήρχαν αρκετά φρούτα και λαχανικά για να τον θρέψουν. «Πολύ απλά, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε όλοι μας μια τέτοια διατροφή στο πλαίσιο της σημερινής παγκόσμιας αγροδιατροφής», δήλωσε ο καθηγητής Evan Fraser, εκ των συντακτών της μελέτης.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι πιθανή μετατόπιση της παραγωγής, ώστε να υπηρετεί υψηλότερα διατροφικά πρότυπα, θα ήταν ευεργετική όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για τον πλανήτη. Και αυτό, γιατί θα απαιτούσε 500 εκατομμύρια στρέμματα λιγότερης καλλιεργήσιμης γης, καθώς τα φρούτα και τα λαχανικά χρειάζονται μικρότερη έκταση για να αναπτυχθούν από τα σιτηρά, τη ζάχαρη και τα λίπη. Εφόσον όμως δεν αλλάξει κάτι, τις επόμενες δεκαετίες «η διατροφή περίπου 10 δισεκατομμυρίων ανθρώπων θα απαιτήσει 120 εκατομμύρια στρέμματα επιπλέον καλλιεργήσιμης γης και τουλάχιστον 10 δισεκατομμύρια στρέμματα επιπλέον βοσκοτόπων», προειδοποιεί ο Fraser.
Σύμφωνα με το πόρισμα μιας άλλης διαπανεπιστημιακής μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature, η στροφή προς πιο υγιεινές και φυτικές δίαιτες, η μείωση κατά το ήμισυ των απωλειών και των αποβλήτων τροφίμων και η βελτίωση των γεωργικών πρακτικών και τεχνολογιών θεωρούνται επιβεβλημένες, ώστε να εξασφαλιστεί η τροφή για τα 10 δισεκατομμύρια ανθρώπων που θα απαρτίζουν τον παγκόσμιο πληθυσμό το 2050. Η υιοθέτηση αυτών των επιλογών μειώνει τον κίνδυνο υπέρβασης των παγκόσμιων περιβαλλοντικών ορίων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τη χρήση γεωργικών εκτάσεων, την άντληση πόρων γλυκού νερού και τη ρύπανση των οικοσυστημάτων μέσω της υπερβολικής χρήσης λιπασμάτων.