Η Κλεοπάτρα χρωστούσε το βελούδινο δέρμα της στο μπάνιο με γάλα γαϊδούρας ενώ αργότερα, πολλά παιδιά καταπολέμησαν τον κοκίτη χάρης στις ευεργετικές ιδιότητές του. Σήμερα, το γάλα γαϊδούρας, αποτελεί ένα ακόμη superfood με ολοένα και μεγαλύτερη κατανάλωση.
Σε αρκετούς μπορεί να ξενίζει η κατανάλωσή του, όμως το γάλα γαϊδούρας, φαίνεται πως από την αρχαιότητα ακόμη είχε συμπεριληφθεί στα τρόφιμα με «μαγικές» ιδιότητες.
«Βόμβα» πολύτιμων συστατικών
Μπορεί να μην είναι ευρέως διαδεδομένο καθώς πολλοί μπορεί να διστάζουν να το καταναλώσουν, όμως το γάλα γαϊδούρας, είναι εντελώς άοσμο, ελαφρύ και με γλυκιά γεύση. Η χημική του σύσταση παραπέμπει στο μητρικό γάλα (με εξαίρεση το ποσοστό λίπους του από 0,5-1,8%), έχει υψηλή ποσότητα λακτόζης (5,8-7,4%) και χαμηλό ποσοστό πρωτεΐνης (1,5-1,8%).
Τι το κάνει τόσο ξεχωριστό;
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το γάλα γαϊδούρας, λόγω του χαμηλού ποσοστού καζεϊνών που περιέχει, δεν προκαλεί τις συνήθειες αλλεργίες που ενδεχομένως προκαλεί το αγελαδινό γάλα. Επίσης, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού λυσοζύμης (φυσικής αντιμικροβιακής πρωτεϊνης) που απαντάται στη σύστασή του είναι και αντιμικροβιακό καθώς καταπολεμά τους παθογόνους μικροοργανισμούς. Η εξαιρετική σύστασή του, το καθιστά ένα πολύτιμο συμπλήρωμα διατροφής για άτομα με συγκεκριμένες παθήσεις, όπως αλλεργίες, βήχας, δερματικές παθήσεις όπως ψωρίαση και άλλες παθήσεις του ανοσοποιητικού που αποκαλύπτουν σταδιακά οι κλινικές έρευνες, σύμφωνα με τον δρ. Φώτη Παπαδήμα, Λέκτορα Τμήματος Γεωπονικών Επιστημών του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου που ασχολείται με την μελέτη και διάδοση του πολύτιμου αυτού διατροφικού θησαυρού.