Η χοληστερόλη αποτελεί μια κηρώδη ουσία που μαζί με τα λίπη και τα έλαια, ανήκει στην οικογένεια των λιποειδών. Σε μερικά τρόφιμα (αυγά, συκώτι, εντόσθια, γαρίδες) η χοληστερόλη περιέχεται από τη φύση τους (διαιτητική χοληστερόλη). Η χοληστερόλη που υπάρχει στα τρόφιμα, τις περισσότερες φορές, δεν επηρεάζει τα επίπεδα χοληστερόλης πλάσματος, όσο την επηρεάζει ο τύπος του διαιτητικού λίπους. H χοληστερόλη δεν έχει τη δυνατότητα να διαλυθεί στο αίμα. Μεταφέρεται μέσω του αίματος από τους μεταφορείς που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες, που πήραν το όνομά τους επειδή είναι κατασκευασμένες από λίπη (λιπίδια) και πρωτεΐνες.
Οι δύο τύποι λιποπρωτεϊνών που μεταφέρουν τη χοληστερόλη από και προς τα κύτταρα είναι:
- η χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη, ή LDL,
- η υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη, ή HDL.
Η LDL χοληστερόλη και η HDL χοληστερόλη, μαζί με το 1/5 του επιπέδου των τριγλυκεριδίων, συνθέτουν το συνολικό αριθμό της χοληστερόλης, η οποία μπορεί να καθοριστεί μέσα από μια εξέταση αίματος.
Λειτουργίες LDL και ΗDL:
- Η LDL χοληστερόλη, που συχνά αναφέρεται ως «κακή» χοληστερόλη, μεταφέρει το λίπος περιφερικά σε όλο το σώμα. Ενώ η LDL χοληστερόλη συντίθεται κανονικά από τον οργανισμό, μερικοί άνθρωποι τη συνθέτουν σε αρκετά μεγάλες ποσότητες. Η διατροφή μπορεί, να επηρεάσει τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης.
- Η HDL χοληστερόλη θεωρείται «καλή» χοληστερόλη, επειδή βοηθά στην απομάκρυνση της LDL χοληστερόλης από τις αρτηρίες. Συλλέγει, «καθαρίζει», το λίπος από την περιφέρεια και το μεταφέρει πάλι πίσω στο ήπαρ.
Διατροφικές συστάσεις χοληστερόλης
Οι τρέχουσες διατροφικές συστάσεις χοληστερόλης είναι:
- <200 mg/d για τα άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (CVD)
- <300 mg/d για υγιή άτομα.
Μια πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Ιατρικής συνιστά η διαιτητική πρόσληψη χοληστερόλης να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερη (Mitchell M. Kanter, 2012). Σε «φυσιολογικά» άτομα μετά από ολονύκτια νηστεία περίπου το 70% της μετρούμενης χοληστερόλης περιέχεται στις LDL. Για τον ενήλικα ως επιθυμητή συγκέντρωση χοληστερόλης στο πλάσμα θεωρείται τιμή κάτω από 200mg/dl η οποία συνδέεται και με μικρή συχνότητα εμφάνισης της καρδιαγγειακής νόσου, η τιμή των 200-239 mg/dl ορίζεται ως οριακή ενώ >240 mg/dl ως υψηλή.
Διαιτητικό λίπος
Το διαιτητικό λίπος διακρίνεται σε κορεσμένο και ακόρεστο. Σε γενικές γραμμές, τα επίπεδα της ολικής και LDL χοληστερόλης αυξάνονται από τα περισσότερα κορεσμένα λιπαρά οξέα (βούτυρο, λαρδί και τρόφιμα που φτιάχνονται από αυτά τα είδη λιπαρών, όπως: γλυκίσματα, κέικ και μπισκότα, προϊόντα κρέατος: σαλάμι και λουκάνικα, κρέμες, τυριά και τρόφιμα που περιέχουν λάδι καρύδας ή φοινικέλαια. Κάποιοι τύποι ακόρεστων λιπαρών οξέων (σπορέλαιο, τα περισσότερα φυτικά έλαια: ελαιόλαδο, σογιέλαιο, κραμβέλαιο, λιπαρά ψάρια: σολωμός, ρέγκα, σκουμπρί, ξηροί καρποί και το αβοκάντο μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης. Ένας άλλος τύπος λιπαρών, τα trans λιπαρά, (συχνά υπάρχουν σε τρόφιμα που έχουν μερικώς υδρογονωμένα λίπη) όπως: μερικά μπισκότα και αρτοσκευάσματα. Τα trans λιπαρά μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση των επιπέδων της «κακής» χοληστερόλης και σε μείωση της «καλής» χοληστερόλης. Όλα αυτά σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές ασθένειες.
Διαιτητικές συστάσεις προς μείωση των επιπέδων ολικής και LDL χοληστερόλης:
- Προτιμώνται: τα δημητριακά ολικής άλεσης, τα ωμά και μαγειρεμένα λαχανικά, όλα τα όσπρια (συμπεριλαμβανομένης της σόγιας και της πρωτεΐνης σόγιας), τα φρέσκα ή κατεψυγμένα φρούτα, τα γλυκαντικά χωρίς θερμίδες, τα άπαχα και λιπαρά ψάρια, το κοτόπουλο χωρίς πέτσα, το αποβουτυρωμένο γάλα και γιαούρτι, το ασπράδι αυγού, το ξύδι, η κέτσαπ, η μουστάρδα, οι σάλτσες χωρίς λιπαρά, το ψήσιμο στη σχάρα. Να προτιμάται επίσης, το βράσιμο και η παρασκευή στον ατμό των φαγητών.
- Κατανάλωση με μέτρο: το λευκό ψωμί, το ρύζι και τα ζυμαρικά, τα μπισκότα, οι νιφάδες καλαμποκιού, τα αποξηραμένα φρούτα, το ζελέ, οι μαρμελάδες, οι γρανίτες, η σουκρόζη, το μέλι, η φρουκτόζη, η γλυκόζη, η σοκολάτα, οι καραμέλες, το άπαχο βοδινό κρέας, το αρνί, το χοιρινό ή το μοσχάρι, τα θαλασσινά, τα οστρακοειδή, το γάλα, το τυρί και τα λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά, τα φυτικά έλαια, η μαλακή μαργαρίνη, η μαγιονέζα, ντρέσινγκ σαλάτας, όλοι οι ξηροί καρποί. Επιπλέον, να γίνεται με μέτρο το τηγάνισμα και το ψήσιμο των φαγητών.
- Περιστασιακή κατανάλωση σε περιορισμένες ποσότητες: τα γλυκά, το κέικ, οι πίτες, το κρουασάν, τα λαχανικά μαγειρεμένα με κρέμα γάλακτος ή βούτυρο, το κέικ, τα παγωτά, τα λουκάνικα, το σαλάμι, το μπέικον, τα παϊδάκια, το χοτ ντογκ, τα εντόσθια, το πλήρες τυρί, η κρέμα γάλακτος, ο κρόκος αυγού, το πλήρες γάλα και το γιαούρτι, η καρύδα. Επίσης, να γίνεται περιστασιακά το βαθύ τηγάνισμα των φαγητών.
Και κάτι ακόμα…
Η κατανάλωση άφθονων φρούτων και λαχανικών, που περιέχουν διαλυτές διαιτητικές ίνες, (βρώμη, φακές, φασόλια, αρακάς), ξηρών καρπών (αμύγδαλα, καρύδια) και η σόγια μπορούν να φανούν χρήσιμα για τη διατήρηση της χοληστερόλης σε φυσιολογικά επίπεδα. Προϊόντα που υπάρχουν στην αγορά και είναι εμπλουτισμένα με φυτικές στερόλες ή στανόλες (μαργαρίνες και γαλακτοκομικά εμπλουτισμένα με φυτικές στερόλες) έχουν σχεδιαστεί ειδικά για άτομα που έχουν αυξημένες τιμές χοληστερόλης και όχι για άτομα με φυσιολογικές τιμές χοληστερόλης.
Συμπερασματικά η αυξημένη τιμή χοληστερόλης πλάσματος (υπερχοληστερολαιμία) αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα χοληστερόλης πλάσματος. Η ισορροπημένη διατροφή, η διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους και τα ικανοποιητικά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, συγκεκριμένα, μπορούν να συμβάλλουν στη διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων ολικής χοληστερόλης.