ο μεγαλύτερο λιμάνι της Ιταλίας –και γενέτειρα του Χριστόφορου Κολόμβου– δεν έχει απλώς «μια ομορφιά που σου σκίζει την καρδιά», όπως έλεγε ο Γκιστάβ Φλομπέρ. Είναι μια σύγχρονη πόλη με στιβαρό παρελθόν, που δεν σταματά να απολαμβάνει τις μεταμορφώσεις της.
Aν και όλη η Ιταλία είναι διάσπαρτη από πανέμορφες πόλεις, μία είναι η «La Superba»! Το μεγαλύτερο λιμάνι της γειτονικής χώρας δεν κουράζει με τις αντιφάσεις του, καθώς αποτελεί ένα μείγμα μεγαλείου και περιορισμένης παραμέλησης, με το λαμπερό φως να συναντά τη βαθιά σκιά. Για κάποιους συνιστά μια ολιγόωρη στάση στο πλαίσιο κρουαζιέρας στη Μεσόγειο ή λειτουργεί ως πύλη για απόδραση στην Ιταλική Ριβιέρα, ενώ για άλλους αποτελεί αυτοτελή προορισμό που αξίζει να του αφιερώσει κανείς περισσότερο χρόνο…
Νωρίς το πρωί βρίσκομαι στη Lanterna, τον φάρο-σύμβολο της Γένοβας, όπου, αν εξαιρεθούν οι σύγχρονες, ήπιες σχετικά, επεμβάσεις στο λιμάνι και ορισμένοι ουρανοξύστες στο βάθος –λίγοι ευτυχώς–, που ξεφυτρώνουν σποραδικά για να προσγειώσουν τον ταξιδιώτη στο σήμερα, μεταφέρομαι νοερά στην εποχή των Ανακαλύψεων, τότε που ο Κολόμβος άφηνε τη γενέτειρά του για νέες, μακρινές πολιτείες. Περπατώντας κατά μήκος της προκυμαίας, η στιβαρή ναυτοσύνη του σημαντικότερου ιταλικού λιμανιού, διαποτισμένη με αρμύρα και ιδρώτα, γίνεται όλο και πιο διακριτή. Χτισμένη αμφιθεατρικά ανάμεσα στη θάλασσα της Λιγουρίας και τους νοτιότερους λόφους των Αλπεων, αυτή η κραταιά πόλη, αντίπαλο δέος της Βενετίας, με τα πολλαπλά στρώματα μακραίωνης και πολυκύμαντης ιστορίας αλλάζει όψη σε κάθε βήμα. Τη μια στιγμή περιπλανιέμαι σε στριφογυριστές λεωφόρους με εντυπωσιακά αναγεννησιακά παλάτια και χρυσοποίκιλτες μπαρόκ εκκλησίες και ύστερα χάνομαι μέσα σε ανήλιαγα, δαιδαλώδη caruggi (καλντερίμια) αναζητώντας την πιο τραγανή focaccia.
Ωδή στο ένδοξο θαλασσινό παρελθόν
Η πόλη διαθέτει μια βαριά αρχιτεκτονική κληρονομιά με περισσή αίγλη, που λαμπρά δείγματά της συνθέτουν το αντιφατικό αλλά μαγικό παζλ του ιστορικού κέντρου της. Για αιώνες κυβέρνησε πάνω από τα κύματα της Μεσογείου, με τα πλοία της, που είχαν σημαία στα κατάρτια τους τον κόκκινο σταυρό του Αγίου Γεωργίου, να της φέρνουν πλούτο και ρηξικέλευθες ιδέες. Η συμπαγής αστική δομή της πόλης βρίσκει την πιο ιδανική και περιφανή εκδοχή της στη Strada Nuova, πλέον γνωστή ως Via Garibaldi, όπου η ατμόσφαιρα αναγεννησιακού κλέους είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ολη η οδός περιστοιχίζεται από μεγαλειώδη palazzi, που αποτελούσαν κατοικίες των πλουσιότερων αριστοκρατικών οικογενειών της Γένοβας κατά τον 16ο και 17ο αιώνα και πλέον φιλοξενούν μουσεία που στεγάζουν έργα τέχνης, κατά κύριο λόγο Γενουατών και Φλαμανδών καλλιτεχνών. Επισήμως, σε συνολικά 42 κτίσματα έχει αποδοθεί διεθνής αναγνώριση, με την ένταξή τους στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Είναι, όμως, αναντίρρητα πολλά παραπάνω αυτά που σφραγίζουν με την κλάση τους τον πολεοδομικό ιστό της Γένοβας.
Η βουή από τα κρουαζιερόπλοια που δένουν στη δυτική πλευρά του λιμανιού και τα αμέτρητα ιστιοπλοϊκά που κατακλύζουν τις μαρίνες στα ανατολικά υπενθυμίζουν τη διαχρονική δυναμική της ναυτιλίας στην ενέργεια της πόλης. Πλεούμενα παντός είδους και μεγέθους συντροφεύουν όλους όσοι απολαμβάνουν την passeggiata τους στον πλήρως αναμορφωμένο μόλο από τον Renzo Piano, γέννημα-θρέμμα της πρωτεύουσας της Λιγουρίας.
Στην καρδιά του παλιού αρσεναλιού, το μουσείο Galata, αφιερωμένο στο ένδοξο θαλασσινό παρελθόν της Γένοβας, είναι το μεγαλύτερο του είδους του στη Μεσόγειο και ένα από τα sine qua non σημεία, τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγαλύτερους σε ηλικία επισκέπτες: προσφέρει μια ολοκληρωμένη βιωματική εμπειρία που περικλείει ποικίλες πτυχές του ρόλου που διαδραμάτισε η πλούσια ναυτική παράδοση στη διαμόρφωση της ταυτότητας της πόλης. Η περιήγηση κορυφώνεται με μια πανοραμική οπτική από την ταράτσα του, ενώ δύο βήματα πιο πέρα, στην απέναντι πλευρά του παραθαλάσσιου μετώπου, διακρίνω τις μορφές των επισκεπτών που περιφέρονται εκστατικά στους βαθμιδωτούς κήπους και στα πολυτελή καλοδιατηρημένα εσωτερικά του παραμυθένιου Palazzo Reale.
Συνεχίζοντας παρακάτω, το Ενυδρείο, ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου, εντάσσεται στο ίδιο πρόγραμμα αστικής ανάπλασης που υλοποιήθηκε –κυρίως στο λιμάνι– τόσο το 1992, λόγω της EXPO και του εορτασμού των 500 χρόνων από την ανακάλυψη της Αμερικής, όσο και το 2004 με τη Γένοβα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το Porto Antico αναδιαμορφώθηκε σε πλήρη πόλο ψυχαγωγίας, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη Βιόσφαιρα –τη γιγάντια γυάλινη σφαίρα που φιλοξενεί ένα μίνι τροπικό οικοσύστημα–, μια ανοιχτή πισίνα με θαλασσινό νερό και τον αστεροειδή ανελκυστήρα Bigo στην Piazza delle Feste, όπου συγκεντρώνονται oι τουρίστες για «πτήσεις» 40 μέτρα από το έδαφος και ανεμπόδιστη 360 μοιρών θέα πάνω από την πόλη. Ο παρακείμενος μόλος με τις παλιές βαμβακαποθήκες, μετά τη ριζική αναζωογόνησή του, έχει ενταχθεί οργανικά στη ζωή των κατοίκων και των επισκεπτών, αποτελώντας μια πλήρη πρόταση εξόδου με κινηματογράφους, χώρους συνεδριάσεων, εστιατόρια, πιτσαρίες και παγωτοπωλεία.
Ενα μέρος γεμάτο αδιόρατη γοητεία είναι και η πλωτή κατασκευή Isola delle Chiatte, έργο του Renzo Piano, που σχηματίζεται από μια σειρά από παλαιές φορτηγίδες και είναι προσβάσιμη από την προβλήτα του λιμανιού, παράλληλα με το Ενυδρείο. Το τρίξιμο από τις αποβάθρες, οι παλινδρομήσεις των σκαφών, οι σκληριές των γλάρων και φυσικά ο ατέρμονος, μακρόσυρτος ήχος της θάλασσας προσφέρουν μια μοναδικά αισθητήρια, σχεδόν, μεταφυσική εμπειρία. Aφιερωμένη στον πρωτοπόρο Ιταλό συνθέτη πειραματικής ηλεκτροακουστικής μουσικής Luciano Berio, η Isolla delle Chiatte είναι ένα ιδανικό σημείο χαλάρωσης και περισυλλογής, μετέωρο ανάμεσα στην εσωτερικότητα του άστεως και την ανοιχτοσύνη του λιμανιού.
Στα σοκάκια του ιστορικού κέντρου
Επιστρέφοντας στο λαβυρινθώδες centro storico, ανηφορίζω τη Via San Lorenzo, με απαραίτητη στάση στον ομώνυμο καθεδρικό ναό της Γένοβας με την υπέροχη ριγωτή μαρμάρινη πρόσοψη, την περίτεχνη γλυπτή διακόσμηση στις γοτθικές πύλες εισόδου του και έναν πανέμορφο εσωτερικό διάκοσμο. Λίγο πιο πάνω, το βλέμμα μου μαγνητίζει το εμβληματικό Palazzo Ducale, παλιά έδρα των αρχόντων της πόλης, με τις μεγαλοπρεπείς αίθουσες όπου διοργανώνονται οι πιο σημαντικές διεθνείς εικαστικές εκθέσεις της πόλης, αλλά και η μπαρόκ εκκλησία del Gesù στην Piazza Matteotti. Συνεχίζω με τη ροή του κόσμου να με οδηγεί προς την κομβική Piazza de Ferrari, όπου ξεχωρίζουν το Teatro San Felice, η Ακαδημία Καλών Τεχνών και το Palazzo della Borsa. Ενόσω πολλοί περαστικοί δροσίζονται από τα νερά του σιντριβανιού της πλατείας, η άπλετη προοπτική που εκπέμπει η λεωφόρος XX Settembre μου τραβάει την προσοχή.
Περπατάω μέχρι εκεί που φτάνει η ματιά μου στη Scalinata Borghese και τη Villa Saluzzo Bombrini, έχοντας κάνει ωστόσο ορισμένες παρακάμψεις για τη romanesque εκκλησία San Stefano, την πολύχρωμη Mercato Orientale, με τα λογής λογής καλούδια και τις σπεσιαλιτέ της Λιγουρίας –και όχι μόνο–, καθώς και την Αψίδα dei Caduti στην Piazza della Vittoria. Οπλισμένος με… θάρρος, περιηγούμαι στους λοφίσκους που περιβάλλουν την πόλη, με τους φιδωτούς δρόμους και τα πολυάριθμα σκαλιά να αποτρέπουν δικαιολογημένα ορισμένους. Ευτυχώς, όμως, αρκετοί δημόσιοι ανελκυστήρες και τελεφερίκ κάνουν τη ζωή τόσο των ντόπιων όσο και των τουριστών πιο υποφερτή, τουλάχιστον στην ανάβαση… Δεν γίνεται, βέβαια, να αποχαιρετήσω την πόλη πριν επισκεφτώ το σπίτι-μουσείο του Χριστόφορου Κολόμβου και να διαβώ την Porta Sant’Andrea ή Soprana, που χτίστηκε για να προστατευτεί η θρυλική Γένοβα από τις επιθέσεις των κατακτητών. Με τους δύο της πύργους ορίζει τη δυτική πλευρά της περιτοιχισμένης μεσαιωνικής συνοικίας, όπου χαίρομαι να ανακαλύπτω αναπάντεχα μικρές, σμιλεμένες με χάρη πλατείες ανάμεσα σε μικροσκοπικά δρομάκια…