«Το Νέο Έτος ξεκινά με ελπίδα, με ευκαιρίες, με τη βεβαιότητα για όμορφα πράγματα, καλές επιχειρηματικές εξελίξεις και μυαλά δίχως σκοτούρες, αν αξιοποιηθεί η ευκαιρία». New York Times, 1 Ιανουαρίου 1914
Στις 28 Ιουνίου του 2014 ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκος Φερδινάρδος δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο από το νεαρό Σερβοβόσνιο Γκαρβρίλο Πρίνσιπ, μέλους της οργάνωσης “Μλάντα Μπόσνα” (Νέα Βοσνία).
Ο πρίγκιπας διάδοχος της Αυστρίας είχε κάνει το λάθος να προκαλέσει τους Σερβοβόσνιους εθνικιστές με το να επισκεφθεί το κατεχόμενο Σεράγεβο (Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είχε προσαρτηθεί επίσημα στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία το 1908) στις 28 Ιουνίου, Ημέρα του Αγίου Βίτου (Βίντοβνταν), που θεωρείται “ιερή” για τους Σέρβους Ορθόδοξους καθώς συνέπιπτε και με τη θλιβερή επέτειο της Μάχης στο Κοσσυφοπέδιο (28 Ιουνίου 1389).
Ήδη το Κόσοβο, η λεγόμενη “Παλιά Σερβία”, είχε απελευθερωθεί από το Σερβικό Στρατό το 1912 κατά την πρώτη φάση των Βαλκανικών Πολέμων. Η Βοσνία όμως, όπου τότε πάνω από το 50% του πληθυσμού της ήταν Σερβοβόσνιοι, ήταν υπό αυστριακή κατοχή και ήταν ο επόμενος της Σερβίας, που παράπαιε ανάμεσα στην ιδέα μιας Μεγάλης Σερβίας ή ενός κοινού κράτους όλων των νοτιοσλαβικών λαών με τη Σερβία στο επίκεντρο (Γιουγκοσλαβία).
Η δολοφονία στο Σεράγεβο έσυρε τα Βαλκάνια και την Ευρώπη σε μια Μεγάλη Νύχτα, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στοιχειωμένη από τα φαντάσματα εκατομμυρίων νεκρών. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13), που είχαν προηγηθεί, δεν ήταν μόνον ο ανεξέλεγκτος εθνικισμός που εξερράγη σα σκουριασμένη βόμβα απ’ την Κόλαση πάνω από τη βαλκανική χερσόνησο. Ήταν κι ένα είδος περιφερειακών συγκρούσεων των Μεγάλων Δυνάμεων μέσω των “αντιπροσώπων” ή των “μαριονέτων” τους στα Βαλκάνια.
Σχεδόν κανείς όμως δεν περίμενε πως από μία δολοφονία στα Βαλκάνια θα ξεσπούσε ένας γενικευμένος Μεγάλος Πόλεμος στην Ευρώπη που στη συνέχεια θα εξελίσσονταν σε Παγκόσμιο και θα έμενε στην Ιστορία ως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (Α’Π.Π.) με 8,5 εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών και άλλα 13 εκατομμύρια νεκρούς από τις “παράπλευρες” επιπτώσεις του πολέμου. Αυτός ο πόλεμος ήταν ο πιο δολοφονικός, ο πιο βιομηχανικός, παράλογος, απροσδόκητος και παράδοξος που είχε συμβεί ως τότε και γι’ αυτό, αρχικά, καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ήθελε πραγματικά να τον κηρύξει, θεωρώντας πως δεν είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως η αλυσιδωτή αντίδραση των γεγονότων εξώθησαν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα (Αντάντ και Κεντρικές Δυνάμεις) να κηρύξουν επίσημα τον πόλεμο μεταξύ 1 και 4 Αυγούστου του 1914, οι περισσότεροι πίστευαν πως θα ήταν ένας σύντομος πόλεμος λίγων μηνών, που θα κρατούσε “το πολύ ως τα Χριστούγεννα” και οι επίστρατοι θα επέστρεφαν στη θαλπωρή των σπιτιών τους.
Για τους ανθρώπους της Βικτοριανής Εποχής και της Μπελ Επόκ, στους οποίους η ανάμνηση του τελευταίου Μεγάλου Πολέμου (δηλαδή των Ναπολεόντειων Πολέμων) είχε εξοστρακιστεί από τη μνήμη τους, η ειρήνη θεωρούνταν κατά κάποιο τρόπο δεδομένη, αν και “βαρετή”, ενώ συχνά εξυμνούσαν τον ρομαντισμό των “εκπολιτιστικών” πολεμικών εκστρατειών στις αποικίες. Γι’ αυτούς ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν κάτι το αδιανόητο και μάλιστα σε μια Ευρώπη όπου επικεφαλής των περισσότερων αυτοκρατοριών και βασιλείων ήταν μέλη και συγγενείς της ίδιας οικογενειακής δυναστείας, αυτής των Σαξ-Κοβούργων. Για παράδειγμα από δυναστικής απόψεως στη Ρωσία η τσαρίνα ήταν Γερμανίδα και ο Τσάρος εξάδελφος του Κάιζερ. Πράγματι ο Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας με τον Τσάρο Νικόλαο Β’ ήταν όχι μόνον ξαδέλφια, αλλά είχαν και τακτική φιλική επικοινωνία μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας στις επιστολές τους (στα Γερμανικά) οικείες εκφράσεις, υπογράφοντας ως “Βίλι” και “Νίκι”. Ποιος ο λόγος να πολεμήσουν εξοντωτικά ο ένας τον άλλον;
Υπήρχαν όμως κάποιοι νέοι παράγοντες που εισήλθαν στο σκηνικό για να ανατρέψουν τα ως τότε δεδομένα, καθώς πλέον η δύναμη περνούσε όλο και περισσότερο από την παραδοσιακή αριστοκρατία στους “εκπροσώπους του λαού”, πολιτικούς και φιλόδοξους στρατιωτικούς προερχόμενους από τη μεσαία τάξη, αλλά και στα έντυπα μέσα ενημέρωσης που χειραγωγούσαν εθνικιστικά τις μάζες. Υπήρχε και το μοντέλο της μαζικής υποχρεωτικής στρατολόγησης, το οποίο μετά τη Γαλλική Επανάσταση υιοθέτησαν η μία μετά την άλλη όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, που έδωσε τη δυνατότητα στις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ της Ευρώπης να σχεδιάζουν μακροχρόνιους πολέμους. Υπήρχε και η πραγματικότητα της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, που εφοδίαζε συνεχώς αυτούς τους τεράστιους στρατούς με πυρομαχικά και κάθε είδους εφόδια ώστε να πολεμούν υπομονετικά και ασταμάτητα. Γι’ αυτό κι από τη στιγμή της έναρξής του ο πόλεμος, όχι μόνο δεν μπορούσε να τελειώσει σύντομα όπως αφελώς πίστευαν αρχικά, αλλά εξελίχθηκε σ’ έναν τεράστιο τέλμα σε μια βιομηχανοποιημένη πολιορκία, που συνέβαινε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία.
Τρένα μετέφεραν συνεχώς στρατευμένους άνδρες προς τη γραμμή του μετώπου σα να ήταν αλλαγή βάρδιας εργατών. Και αυτοί οι νεοφερμένοι στρατιώτες ζούσαν μέσα στα λασπωμένα ορύγματα μια μίζερη καθημερινότητα, όπως οι μεταλλωρύχοι, μόνον που μπορούσαν να σκοτωθούν ανά πάσα στιγμή. Ήταν ένας πόλεμος κατασκευών, καθώς τα χαρακώματα ήταν ένα είδος εξόρυξης -προέκταση της καταναγκαστικής εργασίας στρατιωτών, αρκετοί εκ των οποίων ήταν πρώην εξαθλιωμένοι εργάτες ορυχείων- με σκοπό την καταστροφή του εχθρού. Αλλά ήταν ο πρώτος εκβιομηχανοποιημένος πόλεμος καθώς στο επίκεντρό του βρισκόταν πλέον το πυροβολικό. Από το 1914 ως το 1918, μόνον στο Δυτικό Μέτωπο, έπεσαν 1,5 δισεκατομμύρια οβίδες! Περισσότερο κι από τις σφαίρες και τις ξιφολόγχες, το πυροβολικό επέφερε τους περισσότερους θανάτους στρατιωτών και μάλιστα “εξ αποστάσεως”.
Έτσι ο Μεγάλος Πόλεμος κατάντησε σύντομα μια αδιέξοδη πραγματικότητα γεμάτη φρίκη, αίμα, φόβο -άσκοπους ηρωϊσμούς- και θάνατο. Το τέλος του πολέμου και η ταπεινωτική για τη Γερμανία Συνθήκη των Βερσαλιών (28 Ιουνίου του 1919), η οποία ανάμεσα στ’ άλλα θα έπρεπε να αποδίδει ετησίως επί 40 χρόνια το 7,5% του ΑΕΠ της ως πολεμική επανόρθωση, ήταν ένα Casus Beli από μόνη της. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ενοχές και το βάρος της μνήμης των εκατομμυρίων νεκρών βάραινε ασήκωτα στη σκέψη των επιζησάντων Ευρωπαίων, πολύ εκ των οποίων ήταν σακατεμένοι, τυφλωμένοι και ψυχικά τραυματισμένοι από τις εμπειρίες τους στον πόλεμο. Η συνεχής αναφορά σ’ αυτούς τους νεκρούς στην περίοδο του Μεσοπολέμου τους κρατούσε κατά κάποιο τρόπο «ζωντανούς». Σα να ήταν παρόντες στο πολιτικό σκηνικό, ακυρώνοντας την απόλυτη αξία της πλειοψηφίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της Δημοκρατίας. Αρκετοί δημαγωγοί πολιτικοί, κυρίως εθνικιστές και Φασίστες, ισχυρίζονταν πως ερμήνευαν τη βούληση των νεκρών –αυτής της «ουράνιας» πλειοψηφίας– και διακήρυτταν πως είχαν τη νομιμοποίηση (από τους νεκρούς!) να προχωρήσουν σε υπέρβαση, ακόμη και ανατροπή των θεσμών, δηλαδή της Δημοκρατίας, πράγμα που οδήγησε στην εγκαθίδρυση των ολοκληρωτικών φασιστικών καθεστώτων.
Οι συνεχείς αναφορές στους πεσόντες νεκρούς έφερε λοιπόν τη μεταφυσική στις πολιτικές αντιλήψεις των Ευρωπαίων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την ίδια περίοδο οι νεκροί του πολέμου –ανήσυχοι και επικριτικοί– έγιναν αγαπημένο θέμα στην τέχνη του Μεσοπολέμου. Οι τελετές για τους «υπέρ πατρίδος πεσόντες» και οι «Άγνωστοι Στρατιώτες» έγιναν σημεία αναφοράς, ως ένας τελετουργικός μηχανισμός ξεπλύματος των ενοχών για το γεγονός ότι τόσα εκατομμύρια άνθρωποι θυσιάστηκαν άσκοπα. Η ιδέα της απόδοσης τιμών στα λείψανα των πεσόντων νεκρών, σε συνδυασμό με μακάβριες τελετουργίες, βρήκε την έκφραση της στον ιδιάζοντα «μυστικισμό του αίματος» της ναζιστικής ιδεολογίας. Άλλωστε και ο ίδιος ο Αδόλφος Χίτλερ, που πριν ήταν ένας αποτυχημένος “Τίποτας της Βιέννης”, απέκτησε με την εθελοντική του στρατολόγηση στο Γερμανικό Στρατό και τη συμμετοχή του στο Δυτικό Μέτωπο μια αίσθηση ότι ανήκει κάπου, μια αίσθηση συντροφικότητας και “ανώτερου σκοπού”. Ο ίδιος επικαλούταν συχνά στους πολιτικούς του λόγους τόσο τις εμπειρίες του από τον πόλεμο, όσο και τους αδικοχαμένους πεσόντες νεκρούς στρατιώτες, που υποτίθεται πως “προδόθηκαν” εκ των έσω. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Ian Kershaw “τον Χίτλερ τον δημιούργησε ο πόλεμος και οι συνέπειες του”. Χωρίς τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο δε θα υπήρχε πολιτική καριέρα για δημαγωγούς τύπου Χίτλερ, ούτε και θα εμφανίζονταν τόσο μαζικά τα φασιστικά και τα ναζιστικά μορφώματα, που δημιουργήθηκαν μέσα από την οικονομική και κοινωνική αποσύνθεση της μεταπολεμικής περιόδου.
Ορισμένοι ιστορικοί τέλος υποστηρίζουν πως ο 20ος αιώνας στην Ευρώπη ξεκίνησε ουσιαστικά το 1914 με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τελείωσε το 1999 με τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Σερβία; κράτησε δηλαδή μόνον 85 χρόνια. Ουσιαστικά δεν υπήρξε Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά ένας Ανολοκλήρωτος Πόλεμος που εξελίχθηκε σε δύο φάσεις με μια ενδιάμεση “ανακωχή” διάρκειας 21 ετών (1918-1939). Ακόμη και ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος (1945-1991) ήταν ένα έμμεσο αποτέλεσμα των επιπτώσεων αυτού του Μεγάλου Ανολοκλήρωτου Πολέμου, ο οποίος και τελείωσε πάλι στα Βαλκάνια, απ’ όπου ξεκίνησε το 1914, με τους Γιουγκοσλαβικούς Πολέμους της δεκαετίας του 1990 και τελικά τον παραδειγματικό -και πάλι- βομβαρδισμό της Σερβίας. Γι’ αυτό θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου, από την ασφαλή χρονική απόσταση που πλέον βρισκόμαστε, να γραφτεί από μία ομάδα ανοικτόμυαλων ιστορικών ένα έργο με τίτλο “Ο Ανολοκλήρωτος Πόλεμος: Ευρώπη 1914-1999”, που θα περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου ως εκφάνσεις του ίδιου γεγονότος, που πυροδοτήθηκε από τη δολοφονία στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου του 1914.