H νέα ταινία της Disney «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» -για την ακρίβεια, η νέα live action εκδοχή με την Έμμα Γουάτσον στον ρόλο της Ωραίας Μπέλ- έχει ανακινήσει εκ νέου ό,τι αφορά το παραμύθι και τον συμβολισμό του.
Σύμφωνα λοιπόν, με το πρωτότυπο έργο, η Μπελ ήταν κόρη βασιλιά και όχι χωριατοπούλα και, γεγονός πολύ πιο σημαντικό, η ιστορία της δεν ήταν τόσο ρόδινη (στην περίπτωση κατά την οποία ο θεατής βλέπει κάτι «ρόδινο» σε όλο αυτό).
Το 100 σελίδων μυθιστόρημα -μιλώντας πάντα για το πρωτότυπο έργο- φέρει την υπογραφή της Γαλλίδας Gabrielle Suzanne de Villeneauve και δημοσιεύθηκε το 1740.
Το «La Belle and Le Bête» ήταν ένα μαύρο «ανέκδοτο» για τα δικαιώματα των γυναικών τον 18ο αιώνα.
Σύμφωνα με το στόρι, μία νεαρή κοπέλα πέφτει θύμα απαγωγής από ένα θηρίο και αναγκάζεται να ζήσει στο δυσοίωνο κάστρο του.
Απομονωμένη από την οικογένειά της, η κοπέλα είναι επιπροσθέτως υποχρεωμένη να φροντίζει τον απαγωγέα της, τον οποίον και τελικά, ερωτεύεται.
Και όπως γράφει ο Independent, εάν αυτό δεν είναι μία τέλεια ανάγνωση για το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, τότε τί μπορεί να είναι;
Τον 18ο αιώνα οι θυγατέρες ανήκαν στους πατεράδες και το θέμα του γάμου ήταν αυστηρά μία απόφαση μεταξύ ανδρών.
Το μυθιστόρημα της Villeneauve, περισσότερο από το ρομάντσο μεταξύ μίας γυναίκας και ενός τέρατος -που τελικά έγινε άνδρας- είναι μία μεταφορά.
Μία ματιά στο θέμα του γάμου από τη γυναικεία πλευρά, μια κριτική στην έλλειψη επιλογών που είχαν οι γυναίκες της εποχής εκείνης στα βασικά, θεμελιώδη ζητήματα της ζωής τους.
Άλλωστε, μόλις το 1790 νομιμοποιήθηκε ότι διαζύγιο μπορούν να ζητούν εκτός από τους άνδρες και οι γυναίκες.
Αλλά, το 1804, με την εφαρμογή του Ναπολεόντειου Κώδικα, τα δικαιώματα των γυναικών περιορίστηκαν για μία ακόμη φορά.
Η ιστορία του «La Belle and Le Bête» πέρασε κατά καιρούς από διάφορα χέρια- όπως του Jeanne-Marie Leprince de Beaumont που έκανε την Μπελ από κόρη βασιλιά κόρη εμπόρου, αλλά και του Βρετανού Andrew Lang, η εκδοχή του οποίου είναι μάλλον περισσότερο κοντά στο παραμύθι που ξέρουμε.
Ωστόσο, το γεγονός ότι, η πρώτη ματιά -πέραν του ιστορικού πλαισίου- παραπέμπει ευθέως στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης, μοιάζει σχεδόν αυτονόητο.