Ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόναλντ Κόουζ, σχολιάζοντας τη διεθνή οικονομία, είχε πει ότι στα νιάτα του, ό,τι ήταν πολύ ανόητο να ειπωθεί, γινόταν τραγούδι – ενώ στη σύγχρονη οικονομολογία, ό,τι είναι πολύ ανόητο να ειπωθεί, εκφράζεται με μαθηματικά. Αυτό επιβεβαιώνει έκθεση του Adam Smith Institute, η οποία χαρακτηρίζει τα πρόσφατα στρες τεστ των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως «χειρότερα από άχρηστα».
Η αναξιοπιστία των τραπεζικών στρες τεστ
Ποιος πιστεύει τα εν λόγω στρες τεστ 51 τραπεζών από την ΕΚΤ; Σίγουρα όχι τα χρηματιστήρια, καθότι οι μετοχές πολλών τραπεζών σημείωσαν κάθετη πτώση αμέσως μετά τη δημοσίευση των τεστ. Η δυσπιστία των επενδυτών είναι δικαιολογημένη, ιδιαίτερα όταν τα τεστ υποτίθεται ότι πρέπει να λειτουργούν ως ένα ραντάρ που στοχεύει στον εντοπισμό πιθανών κινδύνων στο τραπεζικό ναρκοπέδιο.
Η αναξιοπιστία των στρες τεστ επιβεβαιώνεται, όταν αυτά χαρακτηρίζουν μια νάρκη σαν την Deutsche Bank ως λιγότερο επικίνδυνη από όσο ήταν το 2014, παρά την κατολίσθηση της αξιοπιστίας της τράπεζας τον τελευταίο χρόνο.
Τα στρες τεστ υποτίθεται ότι αποτελούν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, μέσω των οποίων προειδοποιείται το τραπεζικό σύστημα ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα και να προληφθούν ανεπιθύμητες εξελίξεις.
Οργουελιανή διγλωσσία
Όμως ο κύριος στόχος της ΕΚΤ που διεξάγει τα στρες τεστ είναι να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και να πείσει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται. Για αυτό το λόγο, τα αποτελέσματα των στρες τεστ εκφράζονται με μια διγλωσσία που θα ζήλευε ακόμα και ο «μεγάλος αδελφός» του Όργουελ.
Και για να αποφευχθεί ένα κλίμα δυσφορίας στις αγορές, τα τεστ γίνονται με κραυγαλέες παραλείψεις. Πρώτον, η αμφίβολη «σταθερότητα» των τραπεζών που δείχνουν τα τεστ επιτυγχάνεται υποτιμώντας τον κίνδυνο της ωρολογιακής βόμβας των παραγώγων και κάθε άλλου είδους χρηματοπιστωτικών προϊόντων αμφιβόλου αξίας.
Δεύτερον, τα πρόσφατα τεστ άφησαν (μάλλον εσκεμμένα) απ’ έξω τις τράπεζες της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, οι οποίες έχουν σημαντικά προβλήματα.
Τρίτον, τα τεστ δεν έλαβαν υπόψη τις επιπτώσεις για το τραπεζικό σύστημα που αναμένονται τόσο από το Brexit, όσο και από μια παρατεταμένη περίοδο «αρνητικών» επιτοκίων, η οποία βέβαια θα επιδεινώσει την κερδοφορία των τραπεζών.
Ωστόσο το «κερασάκι» στην τούρτα είναι ότι τα στρες τεστ ούτε καν αποφάνθηκαν ξεκάθαρα εάν οι τράπεζες «πέρασαν» τα τεστ ή όχι.
«Χειρότερα από άχρηστα»
Συνεπώς ο χαρακτηρισμός των στρες τεστ ως «χειρότερα από άχρηστα» που προαναφέρθηκε είναι μάλλον επιεικής. Τα τεστ όχι μόνο δεν εντόπισαν πιθανούς κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα, αλλά επιπλέον τους υποβάθμισαν και δεν αποφάνθηκαν με σαφήνεια εάν τα οικονομικά των τραπεζών είναι υγιή.
Ίσως η διγλωσσία και η έλλειψη αντικειμενικότητας των προσφάτων στρες τεστ πέτυχε το σιωπηρό σκοπό της: επιβεβαιώθηκε έμμεσα ότι η κατάσταση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος είναι τόσο ασταθής ώστε κάθε σοβαρή αξιολόγηση του περιττεύει. Αυτό μάλλον είναι το μόνο δυνατό συμπέρασμα των στρες τεστ, το οποίο βέβαια δεν μπορεί να ειπωθεί ρητά από την ΕΚΤ.