Απώλειες εσόδων οι οποίες στο «καλό οικονομικό σενάριο» θα φθάσουν το 1,6 δισ. ευρώ και στο «κακό σενάριο» θα προσεγγίσουν τα 3,2 δισ. ευρώ πονοκεφαλιάζουν την κυβέρνηση, η οποία αναζητεί τρόπους να αποφύγει το ενδεχόμενο επώδυνων μέτρων στον ευαίσθητο τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων.
Η κάθετη πτώση των εσόδων που παρουσιάζουν τα ασφαλιστικά ταμεία λόγω του δίμηνου οικονομικού lockdown, οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, η αναμενόμενη οικονομική ύφεση και η αύξηση της ανεργίας δημιουργούν ένα ασφυκτικό περιβάλλον για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας.
Ήδη ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης στερείται εσόδων της τάξης των 1,7 δισ. ευρώ από τις εισφορές των εργαζομένων που τελούν σε καθεστώς αναστολής των συμβάσεων, τις οποίες όμως θα καταβάλει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Οι προβλέψεις
Ωστόσο ο λογαριασμός δεν σταματά εδώ. Σε μελέτη τους για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, οι ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης, του Παντείου Πανεπιστημίου, αναπτύσσουν δύο σενάρια:
Το πρώτο, με πρόβλεψη για ύφεση μέχρι 8,8%, εκτιμά ότι η ανεργία θα αυξηθεί στο τέλος του 2020 κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και θα ανέλθει στο 19,3%-19,8%, γεγονός που σημαίνει ότι η απώλεια εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές για το σύστημα θα είναι της τάξης των 1,6 δισ. ευρώ.
Στο δεύτερο, με ύφεση 12%, η αύξηση της ανεργίας φθάνει τις 6 ποσοστιαίες μονάδες και προσεγγίζει το 22,1%. Η απώλεια εσόδων για το ασφαλιστικό σύστημα το 2020 θα φθάσει τα 3,2 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι η αύξηση μιας ποσοστιαίας μονάδας της ανεργίας και της μερικής ή της εκ περιτροπής απασχόλησης κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (από 10% του συνόλου της απασχόλησης) στο 20% (μέσος όρος ευρωζώνης) συνεπάγεται συνολικά ετήσια απώλεια εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) της τάξης των 530 εκατ. ευρώ.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Οι εκτιμήσεις των δύο πανεπιστημιακών για την εξέλιξη των μεγεθών της οικονομίας το 2020 δεν είναι ακραίες. Παραπλήσιες είναι οι προβλέψεις και του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Σε πρόσφατη μελέτη του το Ινστιτούτο καταλήγει σε τρία σενάρια: Το «αισιόδοξο», στο οποίο το ΑΕΠ της χώρας θα μειωθεί κατά 4% και η ανεργία θα αυξηθεί κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 19,2%. Το «ενδιάμεσο», με το οποίο το ΑΕΠ μειώνεται κατά 7% και η ανεργία ανέρχεται στο 20,3%. Και το «απαισιόδοξο» σενάριο που προβλέπει ύφεση 10% και το ποσοστό της ανεργίας να φθάνει στο 21,6%.
Πάντως οι ερευνητές πιστεύουν ότι «παρά τις υψηλές απώλειες δεν απειλείται το επίπεδο των καταβαλλόμενων συντάξεων στη χώρα μας». Και αυτό γιατί είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν από τους διαθέσιμους πόρους (εγχώριους και ευρωπαϊκούς) της ελληνικής οικονομίας και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης θεωρούν ότι δεν απειλείται η δημοσιονομική βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένης της διατήρησης (μέχρι το 2070) της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριας και επικουρικής σύνταξης) σε χαμηλά επίπεδα (12% του ΑΕΠ – 34 δισ. ευρώ), ποσοστό πολύ κατώτερο του μνημονιακού πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ.
Κριτική
Ιδιαίτερα υψηλούς τόνους κριτικής για το θέμα αυτό χρησιμοποιεί η αξιωματική αντιπολίτευση, με την τομεάρχη Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ κυρία Εφη Αχτσιόγλου να μιλάει για πολύ μεγάλες απώλειες των ασφαλιστών ταμείων μέχρι το τέλος του έτους και να σημειώνει ότι «την ίδια στιγμή έχουν διπλασιαστεί οι εκκρεμείς κύριες συντάξεις στο δεκάμηνο διακυβέρνησης της ΝΔ». Και προσθέτει:
«Οι μεταβολές αυτές θα δημιουργήσουν εκ νέου τρύπα στο ασφαλιστικό σύστημα διακινδυνεύοντας στο εγγύς μέλλον το ύψος των καταβαλλόμενων συντάξεων. Η κυβέρνηση πρέπει να στηρίξει τις θέσεις και τις σχέσεις εργασίας, να καλύψει ως την πλήρη καταβολή τους μισθούς και να επαναφέρει τους ελέγχους στην αγορά».
Γιατί καθυστερεί η απονομή 250.000 συντάξεων
Στην κυβέρνηση υπάρχει έντονος προβληματισμός για τις καθυστερήσεις απονομής νέων συντάξεων, οι οποίες εντάθηκαν – όπως ήταν φυσικό – κατά την περίοδο του lockdown. Υπολογίζεται ότι έχουν ξεπεράσει τις 250.000 για κύριες και επικουρικές συντάξεις (158.000 κύριες και 92.000 επικουρικές), με την αναμονή σε κάποιες περιπτώσεις να φθάνει έως και τα τέσσερα χρόνια. Τους τελευταίους επτά μήνες εκτιμάται ότι υπήρξε σημαντική αύξηση στις εκκρεμότητες. Η έναρξη της πιλοτικής εφαρμογής της «ψηφιακής σύνταξης» ενδέχεται να δώσει ανάσα στο σύστημα, κυρίως στις νέες αιτήσεις. Το μεγάλο πρόβλημα όμως αφορά κυρίως παλαιές αιτήσεις συνταξιοδότησης, με διαδοχική ασφάλιση κ.λπ.