Η καταστροφική διαχείριση της οικονομικής και πανδημικής κρίσης επέφερε δυσάρεστα αποτελέσματα στη ζωή των νέων ανθρώπων. Η κυβέρνηση έχει θέσει στο περιθώριο της πολιτικής της τη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής νεολαίας. Τα ποσοστά ανεργίας αυξάνονται συνεχώς κατά τη διάρκεια της κρίσης και η τάση αυτή θα επιταχυνθεί το επόμενο διάστημα.
Και όλα αυτά σε μια χώρα, που μόλις πριν δυο χρόνια είχε καταφέρει να βγει από τον φαύλο κύκλο των μνημονίων, της ύφεσης και της υψηλής ανεργίας. Πρόκειται για μια κατάσταση που δεν αντιμετωπίζεται με τις παλιές συνταγές, που μας οδήγησαν στην κρίση της περασμένης δεκαετίας. Αντιμετωπίζεται μόνο με σχέδιο και τολμηρές αποφάσεις. Ακόμη και το ταμείο ανάκαμψης που εξήγγειλε η κυβέρνηση δεν απαντά στην ανεργία των νέων και το brain drain. Εκείνο που χρειάζεται άμεσα είναι ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της εργασίας για τους νέους επιστήμονες.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση έχει επιλέξει να υποβαθμίσει το δημόσιο χαρακτήρα του Πανεπιστημίου, τη συρρίκνωση της δημοκρατίας και των ακαδημαϊκών ελευθεριών, τη μείωση του αριθμού εισακτέων στα ΑΕΙ, αλλά και τη δημιουργία πελατείας για τα ιδιωτικά κολλέγια.
Με τη θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής αναμένεται να μείνουν φέτος εκτός Α.Ε.Ι. 20.000 έως 30.000 υποψήφιοι σε σχέση με τη περσινή χρονιά, καθώς και να δημιουργηθούν χιλιάδες κενές θέσεις σε περιφερειακά Α.Ε.Ι., τα οποία αναμένεται να βρεθούν σε διοικητικό και οικονομικό αδιέξοδο. Και μάλιστα η αλλαγή αυτή γίνεται σε μια χρονιά με πολλές δυσκολίες τόσο για τους υποψήφιους όσο και για τις οικογένειές τους.
Τα παιδιά της φετινής Γ΄ Λυκείου τα τελευταία δύο χρόνια, λόγω της πανδημίας, έχουν στερηθεί το εκπαιδευτικό περιβάλλον, τους καθηγητές τους, τους φίλους τους, τη διασκέδαση στον ελεύθερο χρόνο τους, την εφηβεία τους. Και καλούνται φέτος να δώσουν εξετάσεις σε ένα εντελώς πρωτόγνωρο περιβάλλον.
Η σπουδή της κυβέρνησης να αλλάξει εν μέσω της πανδημίας τους όρους εισαγωγής στις πανελλαδικές εξετάσεις, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο το βάρος που αισθάνονται στις πλάτες τους οι μαθητές και δυσχεραίνοντας τις πιθανότητες επιτυχίας τους, είναι απαράδεκτη και αποδεικνύει την εγκληματική της αδιαφορία για τη νέα γενιά του τόπου μας.
Επιπλέον, η κυβέρνηση επιμένει σε μια διχαστική πολιτική, με αιχμή την ίδρυση λιγοστών Πειραματικών και Πρότυπων Σχολείων, που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει, αλλά αντίθετα ενισχύει την ανισότητα και την κοινωνική αδικία, καθιερώνοντας ένα εκπαιδευτικό σύστημα διαφορετικών ταχυτήτων.
Η θεσμοθέτηση ενός ξεχωριστού εκπαιδευτικού περιβάλλοντος που παρέχει προνομιακές ευκαιρίες για μόρφωση σε λίγους αποτελεί συνειδητή κυβερνητική επιλογή, που οδηγεί σε διαχωρισμό των μαθητών και μαθητριών σε διαφορετικά σχολεία βάσει των επιδόσεών τους. Η κοινωνία μας δεν χρειάζεται ελιτίστικα σχολεία, αλλά συνολική ποιοτική αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου.
Η εκπαίδευση έχει αφεθεί ανοχύρωτη στο έλεος της πανδημίας, με τις εκπαιδευτικές ανισότητες να διευρύνονται και το μορφωτικό επίπεδο της νέας γενιάς να υποβαθμίζεται λόγω της κυβερνητικής πολιτικής, που εντείνει την αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων και αποκλεισμών μέσα στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Απέναντι στα σχέδια της κυβέρνησης για την υποβάθμιση της Παιδείας οφείλουμε να συγκροτήσουμε ένα μέτωπο δημοκρατίας. Γιατί η υπεράσπιση του δικαιώματος στη μόρφωση είναι υπεράσπιση της δημοκρατίας. Και η δημοκρατία είναι το θεμέλιο της δίκαιης κοινωνίας.
Για να έχει προοπτικές η νέα γενιά, επείγει η εκπόνηση ενός συνολικού σχεδίου για τη στήριξη των νέων, τη δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού συστήματος κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, την προώθηση πολιτικών για τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας και την αναβάθμιση της δημόσιας παιδείας.
Πρέπει να επενδύσουμε στη δημόσια παιδεία, στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα. Να οργανώσουμε ένα σχέδιο για τον επαναπατρισμό νέων επιστημόνων. Να στηρίξουμε πραγματικά την πολιτιστική δημιουργία, τους νέους καλλιτέχνες και δημιουργούς. Να επενδύσουμε σε αθλητικές υποδομές και να στηρίξουμε τα τοπικά ερασιτεχνικά σωματεία και τους συλλόγους για να μπορούν ακόμα περισσότερα παιδιά να έχουν σχέση με τον αθλητισμό.
Χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική που θα διευκολύνει τη μετάβαση των νέων στην ενηλικίωση, θα προσφέρει µια δίκαιη και ποιοτική εκπαίδευση, θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή εργασία και θα ενθαρρύνει την επιχειρηματικότητα των νέων, θα ενισχύει την υγεία και την ευημερία τους, τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των νέων και τη δημιουργία πόλεων φιλικών για τις δραστηριότητές τους.
*Ο Βασίλης Τσίρκας είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής Άρτας