Περιπλανήσεις σε μεσαιωνικά καλντερίμια, απόηχοι αυτοκρατόρων και αιώνιοι όρκοι ερωτευμένων με φόντο το Μυρτώο· στην καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς γίνεσαι κάθε φορά ο πρωταγωνιστής ενός διαφορετικού παραμυθιού.
Πόσοι άνθρωποι έχουν περάσει ανά τους αιώνες από τη Μονεμβασιά; Να ’ταν δέκα εκατομμύρια; Δέκα εκατομμύρια θα ’ναι και τα ονόματα που ο καθένας τους σκαρφίστηκε παλεύοντας να την περιγράψει. Οι πιο ποιητικοί την είπαν «πέτρινο καράβι», «ο κοκκινόβραχος που παλεύει να σαλπάρει στο πέλαγος», «το υπερνεφελές φρούριο». Αδύνατον να τη χωρέσεις όμως σε πέντε-δέκα λέξεις.
Η καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς, το μοναδικό κάστρο στην Ευρώπη που κατοικείται ανελλιπώς από όταν πρωτοχτίστηκε μέχρι και σήμερα, είναι η ολοζώντανη απόδειξη πως η εμπειρία ξεπερνάει την εικόνα· αυτό που ζεις στη Μονεμβασιά δεν θα μπορέσεις ποτέ να το περιγράψεις επαρκώς, θα θες μόνο να το ξαναζήσεις πάλι και πάλι.
Το ταξίδι της ξεκίνησε περίπου στα 375 μ.Χ., μια σειρά από σεισμούς άλλαξε ριζικά τον χάρτη της Λακωνίας, κατέστρεψε οικισμούς, βύθισε πόλεις, και μεταξύ άλλων απέκοψε από τις ανατολικές λακωνικές ακτές έναν βράχο ύψους περίπου τριακοσίων μέτρων.
Γύρω στους δύο αιώνες αργότερα, κάποιοι Λακεδαίμονες συνειδητοποίησαν πως ο βράχος αυτός θα προσέφερε μια χαρά προστασία από τις επιδρομές των πειρατών, που τότε ρήμαζαν τα πάντα. Ανέβηκαν λοιπόν στην κορυφή του βράχου κι άρχισαν εκεί να στήνουν τον πρώτο οικισμό.
Φυσικά δεν ήταν οι μόνοι που αντιλήφθηκαν τη σημασία του. Βυζαντινοί, Φράγκοι, Ενετοί, Οθωμανοί, όποιος περνούσε απ’ το Μυρτώο έβλεπε και ζήλευε τον κοκκινόβραχο. Να λοιπόν το πρώτο κάστρο. Και μια και τα πάντα γίνονταν για την ασφάλεια, έφτιαξαν μία και μόνη εμπασιά στο οχυρό, που είχε πια απλωθεί και στα ριζά του βράχου· και εγένετο η Μονεμβασιά.
Σ’ αυτή λοιπόν τη μοναδική πύλη αφήνεις το αυτοκίνητο (όχημα μηχανοκίνητο δεν μπαίνει στο κάστρο) και το σεργιάνι ξεκινά. Αμέσως μόλις περάσεις την πύλη, να το πρώτο διαβατικό, ή δρομικό, όπως λέγονται τα θολοσκέπαστα τρίστρατα και σταυροδρόμια, που σε βάζουν αμέσως στην ατμόσφαιρα μιας σωστής μεσαιωνικής πολιτείας.
Μαζί μ’ αυτό, και το πρώτο παραστράτημα: στο πρώτο διαβατικό θα κάνεις αμέσως αριστερά, και σε λίγα μέτρα βρίσκεται σε μια μικρή αυλή με μια προτομή: είναι το σπίτι του ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου, γέννημα-θρέμμα της Μονοβάσιας (όπως θ’ ακούσεις να τη λέν’ οι ντόπιοι).
Ενα κεντρικό καλντερίμι διασχίζει όλη τη Μονεμβασιά, το ίδιο που πριν 11 αιώνες έφτιαξαν οι πρώτοι κάτοικοι για να περνούν τα εμπορεύματα, το ίδιο που οι Βυζαντινοί είπαν «Μέση Οδό» και οι Βενετσιάνοι «Φόρο». Γιάννη Ρίτσου λέγεται σήμερα, και κατά μήκος του θα βρεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου, από ταβερνάκια με τα τοπικά σαΐτια (χορτόπιτες), καταστήματα για τα απαραίτητα σουβενίρ και ατμοσφαιρικά μπαρ για ένα ποτό με φόντο τον ανοιχτό ορίζοντα.
Ομως η Μονεμβασιά δεν είναι Μύκονος, όλα αυτά θα τα βρεις σε μια όμορφη τάξη και στη «ποσότητα» που χρειάζεται, προκειμένου το κάστρο να παραμένει κάστρο και όχι σύναξη σελέμπριτι.
Περιπλάνηση στα καλντερίμια
Το καλντερίμι σε φέρνει μέχρι την κεντρική Τάπια, τη μεγάλη πλατεία της καστροπολιτείας. Θα ’χεις ακούσει για το «κανόνι της Μονεμβασιάς», έτσι δεν είναι; Θα το βρεις λοιπόν στη μέση της Τάπιας, ανάμεσα στο τζαμί και στη μητρόπολη.
Το «τζαμί» είναι σχήμα λόγου βέβαια, καθώς το αρχικό κτίσμα του 16ου αι. (που ήταν όντως τζαμί) έγινε αργότερα βενετσιάνικο μοναστήρι, έπειτα φυλακή, μέχρι και καφενείο, πριν φτάσουμε στο σήμερα όπου και στεγάζει την αρχαιολογική συλλογή της Μονεμβασιάς.
Ακριβώς απέναντι βρίσκεται η εκκλησία με το ασυνήθιστο όνομα «του Ελκόμενου Χριστού», με σπάνιες εικόνες απ’ τις οποίες ξεχωρίζει η Σταύρωση, που φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού!
Αυτή είναι μία από τις σαράντα εκκλησίες που λέγεται πως είχε κάποτε το κάστρο. Δεν θα τις βρεις όλες, κάποιες ερειπώθηκαν εντελώς, κάποιες υπάρχουν πλέον μόνο στα ιστορικά κατάστιχα, μένουν ωστόσο άλλες που πρέπει να δεις: η Παναγιά η Χρυσαφίτισσα, με την εικόνα που η πίστη θέλει να «πέταξε» (!) από το χωριό Χρύσαφα της Λακωνίας μέχρι εδώ, και η Μυρτιδιώτισσα ή Κρητικιά, που πιο πολύ θυμίζει ναό της γοτθικής Ευρώπης.
Μα και ο Αγιος Νικόλαος, του 1700, που αν και Αγιος, δεν έφτασε ποτέ να λειτουργήσει: ένας φόνος που έγινε όταν ο ναός ήταν ακόμη στα χτισίματα, χάλασε καθώς λένε τα σχέδια και το κτίσμα έγινε αποθήκη πυρομαχικών και (πολύ) αργότερα σχολείο· στα θρανία του κάθισε και ο Γιάννης Ρίτσος.
Θα περπατήσεις σίγουρα στην περατζάδα των νότιων τειχών για να δεις τα κύματα να σπάνε ανταριασμένα στα στιβαρά πέτρινα στήθη της πόλης. Θα φτάσεις σίγουρα μέχρι το Πορτέλο, τη μικρή πύλη προς την ανατολική απόληξη του βράχου, εκεί από όπου φορτώνονταν κάποτε τα λογής λογής εμπορεύματα, με τον φάρο και τη μικρή παραλία που τιμούν ιδιαίτερα όσοι δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη Μονεμβασιά ούτε για το μπάνιο τους.
Μα πίστεψέ με, δεν έχει και πολύ νόημα να υποδείξεις συγκεκριμένες διαδρομές μέσα στο κάστρο της Μονεμβασιάς. Το κάθε καλντερίμι που ξετυλίγεται εκατέρωθεν του κεντρικού δρόμου έχει τον τρόπο του να σε παρασύρει. Και είναι αναρίθμητα! Κάποια είναι σκεπασμένα με θολωτές καμάρες, τα «διαβατικά» που λέγαμε, και τα βράδια φωτίζονται σαν το σανίδι του θεάτρου σε μια παράσταση με πριγκίπισσες και ιππότες.
Θα νιώθεις σαν να σε τραβάνε απ’ το μανίκι, θες δεν θες θα βαλθείς να τ’ ακολουθήσεις ένα προς ένα, έτσι για να δεις πού μπορεί να βγάζουν, ποιο ολόπετρο αρχοντικό μπορεί να ξεπροβάλλει πίσω απ’ την κάθε γωνία, τι θέα μπορεί να αποκαλύπτεται στην άκρη αυτής της ανηφοριάς.
Κάποιες φορές θα βρεθείς σε αδιέξοδο, θα γυρίσεις πίσω, θα διαλέξεις κάποια άλλη στράτα, θα βγεις σε μιαν αυλή, σε κάποιο άλλο αρχοντικό που ο χρόνος δεν το σεβάστηκε ιδιαίτερα, σε κάποιο άλλο που αναστηλώνεται. Και δεν είναι λίγα όσα αναστηλώνονται, πολλά απ’ αυτά μάλιστα έχουν μετατραπεί σήμερα σε κάποιους από τους πιο πολυτελείς και ατμοσφαιρικούς ξενώνες που θα βρεις όχι στην Ελλάδα αλλά στον κόσμο!
Η αμίλητη Ανω Πόλη
Χρόνο να ’χεις να χάνεσαι. Και ο χρόνος στη Μονεμβασιά να ξέρεις πως είναι κάτι πολύ σχετικό. Αν σκέφτεσαι τα ασταμάτητα πηγαινέλα στα καλντερίμια, μπορεί να σου φανεί ατέλειωτος.
Μα σκέψου να σεργιανίζεις κρατώντας από το χέρι το ταίρι σου και θα δεις πως θα σου φανεί λειψός. Τυχαία νομίζεις πως η καστροπολιτεία θεωρείται από τους κορυφαίους «ρομαντικούς προορισμούς» στην Ελλάδα;
Ενα καλντερίμι που πρέπει οπωσδήποτε να πάρεις είναι οι «Βόλτες», η λιθόστρωτη φιδογυριστή στράτα που θα σε ανεβάσει από την Κάτω Πόλη (τον οικισμό της Μονεμβασιάς) μέχρι την Ανω Πόλη, τον Γουλά με το κατεξοχήν κάστρο και την ακρόπολη.
Εδώ πια το σκηνικό αλλάζει. Κι αλλάζει πριν ακόμα φτάσεις στην κορυφή, όταν ακόμα ανεβαίνεις, όταν κάθε λίγο σταματάς σε κάθε στροφή να πάρεις μια ανάσα, όχι γιατί κουράστηκες, μα γιατί πάει, σου την πήρε η συγκλονιστική θέα που αντικρίζεις, που όσο ανεβαίνεις, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πειστείς πως είναι αληθινή και όχι κάποιο τουριστικό εύρημα.
Στην Ανω Πόλη η πέτρα δίνει τη θέση της στην άνοιξη, κι η (όποια) βουή της Μονοβάσιας χάνεται μπροστά στη μαγική σιωπή της ερειπωμένης ακρόπολης. Πεντακόσια ολόλευκα σπίτια περιγράφει ο Οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή τον 17ο αι., κι όμως σήμερα ένα και μόνο κτίσμα απομένει όρθιο.
Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας (12ος αι.), που σώθηκε για τον απλό λόγο πως κάθε κατακτητής την αναστήλωνε κατά το θρησκευτικό του δοκούν: από ορθόδοξο ναό σε τζαμί κι έπειτα σε ενετική καθολική εκκλησία, για να ατενίζει μέχρι σήμερα το Μυρτώο, τριακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Παραπέρα η Τάπια του Κρητικού, οι ερειπωμένοι στρατώνες, οι δεξαμενές, η ακρόπολη. Δύσκολο να φανταστείς τη ζωή εδώ πάνω. Κι αν το παρόν περιγράφεται αυτή την εποχή με τα χρώματα της ανθισμένης φύσης, μόνο με τη φαντασία μπορείς να σκεφτείς πώς να ’ταν εδώ πάνω η ζωή στα χρόνια της ακμής του κάστρου…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Πηγή