του Βασίλη Τσίρκα
Η Νέα Δημοκρατία έχει κλείσει σχεδόν ενάμιση χρόνο στη διακυβέρνηση της χώρας. Στο διάστημα αυτό ούτε η μεσαία τάξη στηρίχθηκε, αλλά επιβαρύνθηκε με μια πρωτοφανή ύφεση, ούτε το προσφυγικό λύθηκε, αλλά έχει φτάσει σε τέλμα, ούτε και το Μακεδονικό είναι μια προδοσία, αλλά μια ιστορική συμφωνία.
Είναι φανερή η πλήρης αποτυχία στη διαχείριση της τριπλής κρίσης. Η κυβέρνηση έχει εγκληματικές ευθύνες για την έξαρση της υγειονομικής κρίσης. Ενώ η κοινωνία έδωσε χρόνο στην κυβέρνηση, ώστε να προετοιμάσει τον κρατικό μηχανισμό για τη δεύτερη φάση της πανδημίας, η κυβέρνηση όχι απλώς αδράνησε αλλά με τις παρεμβάσεις και τις επιλογές της έκανε τα πράγματα χειρότερα. Στον τομέα της υγείας δεν προετοίμασε το ΕΣΥ για τις αυξημένες ανάγκες, δεν αύξησε τον αριθμό των ΜΕΘ, δεν προσέλαβε μόνιμο και επικουρικό προσωπικό.
Στον τομέα της εκπαίδευσης όχι απλώς δεν κατάφερε να εγγυηθεί το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων, αλλά πυροδότησε μια πρωτοφανή κρίση στο σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας. Αντί να εξασφαλίσει μικρότερα τμήματα και περισσότερους δασκάλους και καθηγητές προτίμησε μέσα στο καλοκαίρι να προχωρήσει σε αύξηση των μαθητών ανά τάξη, ενώ μείωσε κατά 20.000 τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία ήδη από την πρώτη φάση της πανδημίας ζήτησε τη δραστική μείωση του αριθμού μαθητών στις σχολικές τάξεις. Το ίδιο ζήτησε και η επιστημονική επιτροπή του υπουργείου Υγείας και του ΕΟΔΥ. Οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι γονείς τους στα σχολεία δεν νιώθουν ασφαλείς όταν οι εκπαιδευτικοί είναι λιγότεροι, οι μαθητές συνωστίζονται σε τάξεις 25-27 ατόμων και δεν γίνονται συστηματικά τεστ.
Στο πεδίο της οικονομίας η πραγματικότητα που διαμορφώνεται είναι δραματική. Η ύφεση βαθαίνει, η ανεργία αυξάνεται, οι μισθοί μειώνονται, τα λουκέτα πληθαίνουν. Ενώ η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει μια επεκτατική πολιτική με δεδομένη την ύπαρξη της αυξημένης ρευστότητας που της κληροδότησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την άρση των περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας, επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο. Αξιοποιεί την κρίση ως ευκαιρία για την επιθετική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τη μείωση των μισθών, την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, αλλά και την εκκαθάριση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Την ίδια ώρα οι ρυθμίσεις του νέου πτωχευτικού νόμου πλήττουν ευθέως τη μεσαία τάξη, προϊδεάζουν για νέα κοινωνικά δράματα και αδιέξοδα και συγκροτούν πλαίσιο αρπαγής της πρώτης κατοικίας. Ειδικότερα προβλέπεται ότι αν η επιχείρηση ενός ανθρώπου πέφτει έξω, οι τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και το Δημόσιο θα μπορούν να βάλουν χέρι στα εισοδήματά του, αφήνοντάς του μόνο 611 ευρώ τον μήνα, που είναι το κατώτατο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Σε σχέση με την πρώτη κατοικία, αυτός που χρωστάει θα χάνει το σπίτι του και θα αναγκάζεται να πληρώνει ενοίκιο για να παραμείνει σε αυτό επί μία δωδεκαετία. Πρόκειται για ρύθμιση που οδηγεί στην οριστική απώλεια της πρώτης κατοικίας, απλώς με δυνατότητα του δανειολήπτη να παραμένει στο ακίνητο πληρώνοντας ενοίκιο.
Σε αυτή την απίστευτη πανδημική και οικονομική κρίση η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να πάρει μέτρα για την προστασία την κοινωνίας, έχει κηρύξει πόλεμο στην κοινωνία για λογαριασμό των τραπεζών. Αδιαφορεί προκλητικά για τους επαγγελματίες, τους μικρούς επιχειρηματίες, τους αυτοαπασχολούμενους που χτυπιούνται από δύο συνεχόμενες κρίσεις.
Είναι ώρα ο κόσμος να καταλάβει με ποια πλευρά τάσσεται αυτή η κυβέρνηση. Είναι στο πλευρό των τραπεζών. Δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Έχουν ήδη νομοθετήσει την ασυλία των τραπεζιτών για θαλασσοδάνεια, καθώς και παράθυρα για καινούργιες φοροαπαλλαγές σε τραπεζικά στελέχη.
Η κοινωνία οφείλει να βρίσκεται σε πολιτική και κοινωνική εγρήγορση και να απαντήσει. Το ζητούμενο είναι η φθορά της κυβέρνησης και η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια να πάρουν προοδευτικό πρόσημο. Για να μην πάνε χαμένες οι θυσίες του λαού τόσο στα δύσκολα χρόνια των μνημονίων όσο και κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Αυτό απαιτεί μια στρατηγικού χαρακτήρα σύγκρουση με την κυβέρνηση και την πολιτική της, που δεν αφορά απλώς ζητήματα διαχείρισης αλλά συνολικού προσανατολισμού της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Χωρίς επείγοντα και τολμηρά μέτρα, μια χαμένη δεκαετία για μεγάλο μέρος του κόσμου, συσσωρεύοντας τεράστια δεινά, κυρίως στους πλέον αδύναμους αλλά όχι μόνο σε αυτούς, θα αποτελεί αναπόφευκτη συνθήκη. Να διεκδικήσουμε τις αναγκαίες πολιτικές για να μην γυρίσουμε οριστικά πίσω στα σκληρά χρόνια της λιτότητας και της κοινωνικής καταστροφής.
*Ο Βασίλης Τσίρκας είναι δικηγόρος, πρώην Βουλευτής Άρτας