Γράφει ο Πάρις Κονιτσιώτης
Κάποτε σε κάποια χώρα, κάποιοι ανεγκέφαλοι στρατιωτικοί, έκαναν πολύ μεγάλο κακό στο λαό της, που δεν σβήνει εύκολα από τις καρδιές. Κάποτε… Δεν ξέρω τι με έπιασε φέτος κι ενώ τα τελευταία χρόνια δεν είχα ξαναασχοληθεί με το θέμα, σκέφτηκα να γράψω για τη δικτατορία του 67, έτσι για να μην σβήνουν πικρές μνήμες και να μαθαίνουν οι νεώτεροι γιατί «η λήθη του κακού γίνεται αιτία για την επανάληψή του». Ίσως γιατί μεγαλώνοντας και ψάχνοντας βιώσιμο χρόνο με λύπη διαπιστώνω ότι τα επτά χρόνια της δικτατορίας και τα δυόμισυ του στρατού ήταν τα πιο χαμένα χρόνια της ζωής μου. Ήμουν ακόμη στο Δημοτικό όταν ο Παπαδόπουλος και η παρέα του αποφάσισαν να μας βάλλουν στον… γύψο για να μας σώσουν υποτίθεται από τα νύχια του κακού λύκου που είχε ντυθεί γι αυτό κοκκινοσκουφίτσα. Έτσι το εισπράτταμε οι πιτσιρικάδες της εποχής αλλά η καθημερινότητά μας άρχισε να επηρεάζεται στο γυμνάσιο.
Αυτό που έμπαινε από παντού στο βλέμμα μας ήταν «το πουλί της χούντας των συνταγματαρχών», που ήταν ένας αναδυόμενος φοίνικας από τις φλόγες. Στο σήμα που φορούσαμε στο πέτο, στα βιβλία, στα σπίρτα, στις πλατείες, στις εισόδους στρατοπέδων και αστυνομικών κτιρίων παντού δέσποζε «το πουλί». Κι ενώ η Ευρώπη κι ολόκληρος ο κόσμος χόρευε στον υπέροχο ρυθμό των Μπήτλς, τεσσάρων Βρετανών μακρυμάλληδων που ήταν η μόδα της εποχής και που έμελλαν να γίνουν το κορυφαίο συγκρότημα όλων των εποχών, εμείς εδώ ούτε κατά διάνοια μπορούσαμε να ακολουθήσουμε, γιατί το μήκος των μαλλιών επιβαλλόταν να είναι μόνο δύο πόντοι, δηλαδή σχεδόν «γουλί».
Η επιθεώρηση γινόταν από τους καθηγητές κατά την πρωινή προσευχή και το ύψωμα της σημαίας, ενώ η αποθέωση ήταν όταν ένας υπέργηρος Γυμνασιάρχης που μας έτυχε στο σχολείο, μας μέτραγε με τη μεζούρα το πλάτος του παντελονιού που έπρεπε να ήταν μέχρι είκοσι πόντους, τη στιγμή που κυριαρχούσε παντού «το παντελόνι καμπάνα». Παρά το γεγονός ότι το Γυμνάσιό μας ήταν μικτό -άλλα σχολεία ήταν αμιγώς θηλέων ή αρρένων– «τα αυστηρά ήθη» εμπόδιζαν οποιαδήποτε απόπειρα για ραντεβού, ενώ αν κυκλοφορούσες πέρα από τις οκτώ το βράδυ και σε έβλεπε καθηγητής την άλλη μέρα είχες εξασφαλίσει την τεσσάρα αποβολή σου από το σχολείο.
Τα καλοκαίρια στον μοναδικό θερινό κινηματογράφο –σε ταράτσα κτιρίου παρακαλώ με δροσερό αεράκι– έπαιζε τότε καουμπόηκες ταινίες, τις οποίες απαγορευόταν να δούμε -δεν μπορώ ακόμη να εξηγήσω το γιατί– κι εμείς κρεμόμασταν σαν τα τσαμπιά σε διπλανή νεοανεγειρόμενη οικοδομή με κίνδυνο να σκοτωθούμε, για να δούμε το κεφάλι του Τζόν Γουέιν και να ακούσουμε τους πυροβολισμούς, τα πιστόλια δεν τα βλέπαμε. Στο ραδιόφωνο, τη μοναδική μας διασκέδαση –η τηλεόραση εμφανίστηκε από το 70 και μετά με τη σειρά «Άγνωστος Πόλεμος» να ερημώνει δρόμους και πλατείες–κυριαρχούσαν εκπομπές του τύπου «Ιστορίες ανθρώπων που πιάστηκαν στα δίχτυα της αράχνης», εννοώντας προφανώς ανθρώπους με αριστερή ιδεολογία, ενώ τα στρατιωτικά εμβατήρια ήταν σε ημερήσια διάταξη και σε πρώτη ευκαιρία. Το βράδυ τα μαγαζιά βαράγανε μύγες, γιατί ποιος να κυκλοφορήσει στο σκοτάδι, με τις «σκιές» που παρακολουθούσαν τους πάντες και τα πάντα, ενώ απαγορευόταν με νόμο «η συνάθροιση ατόμων πάνω από δύο άτομα».
Παίζαμε μπάλα κάθε Σάββατο από το πρωί μέχρι που έδυε ο ήλιος, αφού όλη η χώρα «στα γήπεδα αναστέναζε», ενώ τη μεγαλειώδη πορεία του Παναθηναϊκού προς τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ την παρακολούθησα στο ραδιόφωνο και τον τελικό με τον Αγιαξ τον είδα από τη βιτρίνα ηλεκτρομάγαζου από ασπρόμαυρη τηλεόραση, στριμωγμένος ανάμεσα σε εκατό ανθρώπους βλέποντας το κομμάτι που αναλογούσε στο ύψος μου και πολύ αργότερα έμαθα για την υφέρπουσα φημολογία, ότι η χούντα πλήρωσε για την πορεία αυτή γιατί «χρησιμοποιούσε το ποδόσφαιρο σαν προπαγανδιστικό θέαμα». Αλλά αυτό που σημάδεψε περισσότερο τη σκέψη μου τότε ήταν η μυστηριώδης εξαφάνιση ενός θείου του πατέρα μου που τον έβλεπα κάθε πρωί που πήγαινα στο σχολείο και επειδή με συμπαθούσε μου φώναζε από μακριά. Κάποια μέρα δεν εμφανίστηκε, άκουσα ότι «τον πήρανε» και αργότερα έμαθα ότι τον είχαν στείλει στη Γυάρο, το ξερονήσι που στέλνανε αυτούς «που δεν ήξεραν τι ψηφίζουνε». Άλλη δυσάρεστη εικόνα ήταν η εμφανής πίκρα –το στόμα του ήταν κάτασπρο όταν μας το ανακοίνωσε- ενός Βορειοελλαδίτη φιλόλογου καθηγητή που είχε αναγκαστεί να μας βάλλει να γράψουμε έκθεση «για τα επιτεύγματα της Επανάστασης της 21ης Απριλίου 1967». Κι από τότε φώλιασε μέσα μου ο φόβος ότι αυτοί οι άνθρωποι που κυβερνούσαν ήταν ακραία επικίνδυνοι και παρά το αντιστασιακό φρόνημα που άρχισε από αυτή την ευαίσθητη ηλικία να αναπτύσσεται μέσα μου, ο φόβος αυτός παρέμεινε μέχρι τη μέρα της μεταπολίτευσης. Πολύ αργότερα διάβασα το ποίημα της Κικής Δημουλά για τον φόβο που απλωνότανε τότε: «ο φόβος/ όνομα ουσιαστικόν / στην αρχή ενικός αριθμός/ και μετά πληθυντικός / οι φόβοι/ οι φόβοι/ για όλα από ‘δώ και πέρα». Ήταν ένας δημιουργικός φόβος, γιατί όποιος αγωνίζεται πετυχαίνει αυτό που θέλει, όταν φοβάται. Αυτά τα πολύ λίγα σαν μια απλή ασπρόμαυρη φωτογραφία από τα χρόνια της ρημαγμένης παιδικής μας αθωότητας.