Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας του Πάσχα.
Από τους λαογράφους θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της Αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.
Ετυμολογικά για την λέξη «Κούλουμα» υπάρχουν πολλές εκδοχές ως προς την προέλευση και τη ερμηνεία. Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από το λατινικό «cuuiulus», που σημαίνει αφθονία, αλλά και τέλος. Τα κούλουμα εκφράζουν, δηλαδή, τον επίλογο της Αποκριάς και παράλληλα την έναρξη της περιόδου της Σαρακοστής (σαράντα ημέρες για το Πάσχα).
Μια άλλη εξίσου πιθανή θεωρία θέλει τα κούλουμα να προέρχονται από την, επίσης λατινική, λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, χωρίς φυσικά να ξεχνούν να πάρουν μαζί τους το χάρτινο σύνεργο του υπαίθριου παιχνιδιού, που τελικά επικράτησε ως έθιμο.
Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι από τον χριστιανικό λαό και σημαίνει πνευματική και σωματική “κάθαρση”. Επίσης, μια άλλη εκδοχή είναι πως ονομάστηκε έτσι επειδή οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σκεύη τους όλη μέρα από το φαγοπότι της αποκριάς.
Οι πιστοί, την Καθαρά Δευτέρα τρέφονται με λαγάνα εις ανάμνηση της βοήθειας που προσέφερε ο Θεός στους Ισραηλίτες με τα «άζυμα» και τους οδήγησε στη Έξοδο από την Αίγυπτο.
Ο συνηθισμένος χαλβάς στη μορφή που τον συναντάμε σε όλα τα Βαλκάνια και την Τουρκία είναι ένα απλό γλυκό. Για τους Έλληνες ο χαλβάς αποτελεί ένα από τα σαρακοστιανά γλυκά τους και ιδίως η παραλλαγή που φτιάχνεται με ταχίνι και πωλείται σε μορφή κυλίνδρου η παραλληλεπιπέδου.
Ταραμάς είναι η λέξη που χρησιμοποιούν οι Έλληνες αναφερόμενοι στους κόκκους από ερυθρό χαβιάρι (αυγά) που βγαίνει από τον μπακαλιάρο ή τον κυπρίνο και το οποίο-όπως και τα ξαδέλφια του, το μαύρο χαβιάρι και το αυγοτάραχο του τόνου – θεωρείται ένα από τα εκλεκτότερα είδη αυγοτάραχου.
Τα πιο γνωστά έθιμα ανά την Ελλάδα:
Το έθιμο του Αγά –με ρίζες στην Τουρκοκρατία– αναβιώνει στα Μεστά και στους Ολύμπους της Χίου. Ο Αγάς, αυστηρός δικαστής, δικάζει και καταδικάζει με χιούμορ και πειράγματα τους θεατές του εθίμου.
Στον Πόρο συναντάμε το «ξάρτυσμα», το καθάρισμα δηλαδή των μαγειρικών σκευών από τα λίπη και τα υπολείμματα από το φαγοπότι της αποκριάς.
Στην Αλεξανδρούπολη, ένας κάτοικος μεταμφιέζεται σε Μπέη και περιδιαβαίνει την πόλη μοιράζοντας ευχές για το καλό.
Σε πολλά χωριά της Κέρκυρας αναβιώνει ο παραδοσιακός χορός των Παπάδων. Το χορό σέρνουν πρώτοι οι παπάδες και ακολουθούν οι γέροντες του χωριού.
Στο Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων στην Κάρπαθο ανταλλάσσονται απρεπείς χειρονομίες μεταξύ των θεατών, και γι’ αυτό οδηγούνται στο «δικαστήριο» από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες), προς απονομή δικαιοσύνης από τους σεβάσμιους του νησιού.
Το έθιμο του αλευρομουτζουρώματος συναντάμε στο Γαλαξίδι, με τους καρναβαλιστές να χορεύουν κυκλωτούς χορούς αλευρωμένοι και μουτζουρωμένοι!
Σε όλη σχεδόν την Ελλάδα –και σε διάφορες παραλλαγές– το χορευτικό δρώμενο, το λεγόμενο Γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ξεσηκώνει μικρούς και μεγάλους.
Του Κουτρούλη ο Γάμος στη Μεθώνη –η αναβίωση ενός πραγματικού γάμου που άφησε εποχή κατά τον 14ο αιώνα– συντελείται κάθε Καθαροδευτέρα με έντονη σατυρική διάθεση και πειράγματα για τη νύφη.
Η αναβίωση ενός αγροτικού καρναβαλιού στη Νέδουσα, στη νότια Πελοπόννησο, όπου οι επισκέπτες συμμετέχουν ενεργά σε ένα αρχαίο τελετουργικό για ευημερία και γονιμότητα.
Το έθιμο του Αχυρένιου Γληγοράκη στη Βόνιτσα, όπου ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνάει σε όλο το χωριό για να καταλήξει σε μια φλεγόμενη βάρκα ανοιχτά της θάλασσας.
Ο βλάχικος γάμος της Θήβας, πανάρχαιο έθιμο που πραγματοποιείται παραδοσιακά με το ξύρισμα του γαμπρού και το στόλισμα της νύφης, η οποία στη πραγματικότητα είναι άνδρας.
Το έθιμο των Μουτζούριδων στον Πολύσιτο της Βιστωνίδας, όπου δύο μεταμφιεσμένοι μουτζουρώνουν τους επισκέπτες με καπνιά από το καζάνι όπου έβραζε την προηγούμενη μέρα η φασολάδα από τις γυναίκες του χωριού.
Και κάπου εδώ, τα πειράγματα, η σατυρική διάθεση, οι γλεντοκόπες μέρες τελειώνουν και σηματοδοτείται η έναρξη της νηστείας που θα μας οδηγήσει στο πνευματικό ταξίδι της Μεγάλης Σαρακοστής.