Μπορούμε να μετατρέψουμε την Ελλάδα σε ένα παράδειγμα προς μίμηση, όσον αφορά την απαλλαγή από το πετρέλαιο, την κυκλική οικονομία και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και του κλίματος. Με αυτό τον τρόπο απαντά ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός σε όσους λένε «τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα;», «είμαστε μια μικρή χώρα, πόσες εκπομπές έχουμε;». «Μικρή χώρα είμαστε, αλλά διδάξαμε δημοκρατία. Ετσι μπορούμε να γίνουμε θετικό παράδειγμα, να μεταλαμπαδεύσουμε την ιδέα για τη σωτηρία του πλανήτη. Αυτός είναι στόχος ζωής», τονίζει ο κ. Ζερεφός στην εφημερίδα «Καθημερινή». Πού βασίζει την αισιοδοξία του;
«Κατ’ αρχάς, στο ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο πλούτο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στο Αιγαίο έχουμε δύο ήλιους, τον ήλιο και τον άνεμο, και μάλιστα με σταθερότητα έντασης, που βοηθάει πολύ στην απόδοση της αιολικής ενέργειας. Υπάρχει και η γεωθερμία που είναι σχεδόν ξεχασμένη. Στην Ακαδημία και σε συνδυασμό με την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδας εργαζόμαστε πάνω σε ένα σχέδιο, με βάση το οποίο σε 20 χρόνια το 50% της ενέργειας θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», λέει στην «Καθημερινή» ο κ. Ζερεφός. «Επίσης, εκτιμώ πως και η κοινωνία είναι πιο ώριμη και έτοιμη να δεχθεί μεγάλες αλλαγές. Κρίσιμο ζήτημα είναι η εκπαίδευση, η στάση των νέων. Ισως το υπουργείο Παιδείας να έχει τον πιο σημαντικό ρόλο για την κλιματική αλλαγή».
«Απαιτούνται ριζικές αλλαγές»
Η αλήθεια είναι πως η δυναμική αισιοδοξία του κ. Ζερεφού θα χρειαστεί στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων που έχουν τεθεί από την Ελλάδα και από ορισμένες πλευρές θεωρούνται μη επαρκείς ή για ακόμα πιο αναβαθμισμένους στόχους. «Η Σύνοδος του Παρισιού το 2015 έθεσε ως στόχο να συγκρατηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας της Γης μέχρι τον 1,5 βαθμό Κελσίου, αλλά όχι συγκεκριμένους στόχους μείωσης των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ζητώντας από κάθε χώρα να τους ορίσει. Οταν συγκεντρώθηκαν τα προγράμματα από κάθε χώρα είδαμε πως οδηγούν σε άνοδο της θερμοκρασίας άνω των 3 °C!», λέει στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο Σεβαστιανός Μοιρασγεντής, ερευνητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών και μέλος της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (ΙPCC). Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι στόχοι της Ε.Ε. και της Ελλάδας, γι’ αυτό από πολλές πλευρές τίθεται η ανάγκη επικαιροποίησης και αυστηροποίησής τους. «Για να πιάσουμε τον στόχο του 1,5 °C, οι εκπομπές πρέπει να έχουν μηδενιστεί μέχρι το 2050!
Θέλουμε εξαπλασιασμό των σημερινών προσπαθειών μας, απαιτούνται ριζικές αλλαγές στο ενεργειακό μοντέλο», τονίζει ο κ. Μοιρασγεντής.
Η Ελλάδα πέτυχε σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου την προηγούμενη δεκαετία. Από τους 132 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO2 σε ετήσια βάση το 2007 έπεσε στους 91 εκατ. τόνους το 2016. «Η μείωση αυτή είναι αποτέλεσμα δύο παραγόντων. Αφενός αλλαγών στο ενεργειακό μείγμα, με ανάπτυξη των ΑΠΕ και νέες μονάδες φυσικού αερίου. Αφετέρου και κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης: εργοστάσια έκλεισαν, οι μισές πολυκατοικίες έμειναν χωρίς θέρμανση, οι κεντρικές θερμάνσεις έπεσαν από το 70% στο 35%, οι μετακινήσεις περιορίστηκαν. Το στοίχημα είναι εάν μια πιθανή οικονομική αναθέρμανση, θα τροφοδοτήσει ένα νέο γύρο αυξημένων εκπομπών». Ηδη, το 2017 υπήρχε αύξηση των εκπομπών στην Ελλάδα κατά 2,9%, όταν στην Ε.Ε. ανέβηκαν 0,7%.
Οι σημερινοί εθνικοί στόχοι μιλούν για 32,5% ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και επίσης 32,5% εξοικονόμηση ενέργειας μέχρι το 2030. Προβλέπουν σχεδόν τριπλασιασμό της εγκατεστημένης ισχύος αιολικής ενέργειας, υπερδιπλασιασμό των φωτοβολταϊκών, θέτοντας νέα ερωτήματα, όπως την αποθήκευση της ενέργειας από ΑΠΕ.
Η νέα κυβέρνηση δήλωσε πως θα αναθεωρήσει την Εθνική Στρατηγική για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), θέτοντας πιο φιλόδοξους στόχους. Ηδη, ο πρωθυπουργός στη Νέα Υόρκη στη σύνοδο του ΟΗΕ ανακοίνωσε την πλήρη απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028. «Με το κόστος των δικαιωμάτων ρύπων στα ύψη, οι λιγνιτικές μονάδες είναι οικονομικά ασύμφορες, πέρα από το βασικό που είναι η περιβαλλοντική επιβάρυνση. Τίθεται όμως ένα σοβαρό πρόβλημα προγραμματισμού: ακόμα κατασκευάζεται η λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5, κόστους 1,4 δισ. ευρώ, η οποία θα τεθεί σε λειτουργία τα επόμενα χρόνια! Η Μελίτη 1 μπήκε σε λειτουργία το 2003 και φυσικά δεν θα έχει αποσβεστεί το 2028. Ποιος ευθύνεται για τα πεταμένα χρήματα;», σημειώνει ο κ. Μοιρασγεντής.
Ενεργειακή ανακαίνιση
«Υπολογίζεται πως το 30% της ενέργειας καταναλώνεται στα κτίρια κι εκεί μπορεί να έχουμε μεγάλη μείωση με το κατάλληλο πρόγραμμα μονώσεων», τονίζει ο κ. Ζερεφός. Στην ΕΣΕΚ προβλέπεται ενεργειακή ανακαίνιση 400.000 κατοικιών, σε σύνολο περίπου 1,5 εκατ. παλιών κατοικιών χωρίς επαρκή μόνωση. «Στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε ένα “εξοικονομώ” κάθε χρόνο, το οποίο όμως θα είναι πιο ποιοτικό, θα οδηγεί σε ριζική ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου, ώστε να μειωθεί δραστικά η κατανάλωση ενέργειας. Τα φτωχά νοικοκυριά, που έχουν και μεγαλύτερη ανάγκη καθώς στεγάζονται σε ακατάλληλα σπίτια, πρέπει να βοηθηθούν πολύ, διότι δεν έχουν να βάλουν ούτε το 30% του κόστους», σημειώνει ο κ. Μοιρασγεντής. Η ενεργειακή θωράκιση του οικιστικού τομέα μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά ωφέλιμη: μείωση εκπομπών, εξοικονόμηση ενέργειας, αντιμετώπιση ενεργειακής φτώχειας, βελτίωση δημόσιας υγείας, αναθέρμανση οικονομίας.
Προστασία πολιτιστικής κληρονομιάς
«Ιδιαίτερη σημασία έχει η ελληνική πρόταση για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, την οποία παρουσίασε ο πρωθυπουργός στον ΟΗΕ και περιλαμβάνει τη διοργάνωση μεγάλης διάσκεψης στην Αθήνα το 2020. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης προσπάθειας, με σταθμό επιστημονικό συνέδριο στην Αθήνα τον περασμένο Ιούνιο», υπογραμμίζει ο κ. Ζερεφός. «Οι περισσότεροι δεν έχουν καταλάβει πως φύση και πολιτισμός πηγαίνουν μαζί. Τα μνημεία της φύσης προσελκύουν τους ανθρώπους για τη δημιουργία μνημείων πολιτισμού. Η μοναδικότητα του τοπίου των Δελφών οδήγησε στο Μαντείο. Η τέλεια αρμονία του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, σε συνδυασμό με τους έξι λόφους γύρω του, ενέπνευσε την ανέγερση του Παρθενώνα. Δυστυχώς, μέχρι τώρα δεν υπάρχει συστηματικό πρόγραμμα προστασίας των μνημείων σε διεθνές επίπεδο. Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η πρότασή μας, που έχει την υποστήριξη του γ.γ. του ΟΗΕ, της UNESCO, του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, της Icomos κ.ά.».