Η Ευρώπη ετοιμάζεται για έναν δύσκολο χειμώνα. Φαινομενικά τα πράγματα δείχνουν καλύτερα σε σχέση με ορισμένες αρχικές προβλέψεις. Το φυσικό αέριο παραλαβής στην αρχή του επόμενου έτους κινείται στα 130 ευρώ / μεγαβατώρα, πολύ πιο ψηλά από τις τιμές προ του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά πιο χαμηλά από τα χειρότερα σενάρια. Οι αποθηκευτικοί χώροι αερίου είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα πληρότητας. Οι τιμές χοντρικής της ενέργειας έχουν υποχωρήσει στις περισσότερες αγορές.
Επιπλέον, ο σχετικά καλός καιρός σε αρκετές περιοχές σήμαινε ότι οι κεντρικές θερμάνσεις είτε άναψαν με καθυστέρηση είτε δεν έχουν ακόμη ανάψει (π.χ. στον νότο). Μαζί με την επιλογή των περισσότερων κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε γενναίες επιδοτήσεις των ενεργειακών λογαριασμών, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί φαίνεται ως εάν ορισμένες χώρες να έχουν αποφύγει μέχρι τώρα τα χειρότερα. Για παράδειγμα η Γερμανία στο τρίτο τρίμηνο του 2022 είχε καλύτερα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα και το ΑΕΠ είχε μια αύξηση 0,4% αντί προβλεπόμενης 0,3%.
Σημαίνουν όλα αυτά ότι η Ευρώπη έχει βγει από τον ορίζοντα μιας μεγάλης ενεργειακής και οικονομικής κρίσης;
Τα πολλά ενεργειακά προβλήματα της Ευρώπης
Καταρχάς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ευρώπη πληρώνει αυτή τη στιγμή το φυσικό αέριο σε χοντρικές τιμές που 5-6 φορές υψηλότερες από πέρσι.
Ούτε έχει μπορέσει να βρει ακόμη πηγές που να καλύπτουν πλήρως τις ποσότητες αερίου που δεν λαμβάνει (και θα συνεχίσει να μην λαμβάνει από τη Ρωσία). Εξ ου και η επιμονή για περικοπές στην κατανάλωση φυσικού αερίου.
Την ίδια στιγμή η Ευρώπη όλο το τελευταίο διάστημα είχε στραφεί ιδιαίτερα προς το φυσικό αέριο, καθώς είχε θεωρηθεί το ιδανικό «μεταβατικό» καύσιμο (μια που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι ένα ορυκτό καύσιμο που συνεισφέρει στην κλιματική αλλαγή). Το φυσικό αέριο φάνταζε ως ο καλύτερος τρόπος να αντικατασταθούν οι μονάδες γαιάνθρακα και σε χώρες όπως η Γερμανία ήταν και η λύση για να κλείσουν πυρηνικά εργοστάσια. Ταυτόχρονα, μεγάλοι βιομηχανικοί κλάδοι χρησιμοποιούσαν, όπως της χημικής βιομηχανίας, της κεραμικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας τροφίμων χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό φυσικό αέριο.
Αυτά σημαίνουν ότι ακόμη και με μείωση της κατανάλωσης για να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο καταστροφικών ελλείψεων φυσικού αερίου, η Ευρώπη θα συνεχίσει να πληρώνει τον αυξημένο λογαριασμό του φυσικού αερίου, χωρίς να έχει εναλλακτικές λύσεις.
Επιπλέον, υπάρχουν και προβλήματα όπως οι επιπτώσεις της παρατεταμένης λειψυδρίας που οδήγησαν σε μείωση της ροής των ποταμιών και μείωση του όγκου νερού στους αποταμιευτήρες. Αυτό γεννά ένα διπλό πρόβλημα, που φάνηκε ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Από τη μια δεν μπορούν να λειτουργήσουν στο πλήρες δυναμικό τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Από την άλλη, πολύ χαμηλή στάθμη των ποταμών δημιουργεί προβλήματα στη πλήρη λειτουργία των πυρηνικών εργοστασίων. Αυτό περιορίζει την εύκολη καταφυγή στην αύξηση της παραγωγής ενέργειας από αυτές τις πηγές για να περιοριστεί η χρήση του φυσικού αερίου.
Την ίδια στιγμή, παρά τα κίνητρα για ακόμη περισσότερες επενδύσεις στις ΑΠΕ, δηλαδή φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι θα χρειαστεί χρόνος μέχρι να μπορέσουν να συνεισφέρουν στον περιορισμό της εξάρτησης από το φυσικό αέριο. Μάλιστα, στην Ευρώπη έχει παρατηρηθεί αύξηση των εισαγωγών φωτοβολταϊκών πάνελ, όμως υπάρχει υποχώρηση στις νέες παραγγελίες για ανεμογεννήτριες.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η προοπτική πλήρους αποκοπής της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο διαμορφώνει όρους μιας πιο διαρκούς ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, με ελλείμματα που δεν μπορούν ακόμη να καλυφθούν εύκολα.
Η σύγκρουση για το πλαφόν
Την ίδια ώρα για άλλη μια φορά δοκιμάζεται και η συνοχή της ΕΕ καθώς η «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» αποδεικνύεται μάλλον ευφημισμός.
Αυτό φάνηκε στην απόρριψη, πρώτα και κύρια, στην απόρριψη από τη Γερμανία κάθε σκέψης για έκδοση ευρωομολόγων για την κάλυψη του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
Φάνηκε, όμως και στην αντιπαράθεση για το πλαφόν στο φυσικό αέριο. Το πλαφόν που προτάθηκε στα 275 ευρώ / μεγαβατώρα και το οποίο είναι κυρίως μια γερμανική πρόταση, συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις. Ο λόγος είναι ότι για πολλές ευρωπαϊκές χώρες αυτό είναι ένα πάρα πολύ υψηλό πλαφόν, ιδίως από τη στιγμή που είναι πολύ πιθανό αντί για «ταβάνι» να λειτουργήσει ως «τιμή αναφοράς» (εάν οι αγοραστές έχουν ανακοινώσει επίσημα ποια είναι η μέγιστη τιμή στην οποία θα αγοράσουν, οι πωλητές δεν έχουν λόγο να μην πουλήσουν σε αυτή την τιμή).
Όμως, η Γερμανία από την άλλη φοβάται ότι εάν το πλαφόν μπει πιο χαμηλά και υπάρχει αυξημένη ζήτηση σε άλλες περιοχές του πλανήτη, τότε είναι πιθανό ποσότητες φυσικού αερίου να κατευθυνθούν προς αυτές και όχι προς την Ευρώπη, ιδίως εάν εκεί υπάρχουν υψηλοτερες τιμές. Αυτό τρομάζει τη Γερμανία καθώς πολύ περισσότερο από άλλες χώρες έχει ανάγκη φυσικού αερίου για τη βιομηχανία της και δεν θέλει να κληθεί να πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην παραγωγή ενέργειας και τη βιομηχανική παραγωγή.
Αυτή, όμως, η γερμανική πολιτική έρχεται σε σύγκρουση με τη βασική αγωνία των χωρών, ιδίως του Ευρωπαϊκού Νότου, που κυρίως θέλουν να αποφύγουν τις υψηλές τιμές ενέργειας, γιατί αυτό θα έχει πολύ μεγάλο κόστος, δημοσιονομικό και κοινωνικό, και άρα θα προτιμούσαν ένα πολύ πιο χαμηλό πλαφόν και μεγαλύτερους μηχανισμούς επιδότησης.
Ο φόβος για το χρέος
Για χρόνια στη Γερμανία αλλά και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, δύο φράσεις ισοδυναμούσαν με ανάθεμα: «αμοιβαιοποίηση χρέους» και «διανεμητική ένωση». Η πρώτη αναφερόταν στην άρνηση έκδοσης «ευρωπαϊκού χρέους» ή ανάληψης από την Ευρώπη μέρους του χρέους κρατών-μελών. Η δεύτερη αφορούσε την αντίσταση σε μεγάλη διανομή πόρων από τις πλουσιότερες χώρες στις φτωχότερες (ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί να υπάρχουν χώρες που είναι καθαρές συνεισφέρουσες στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό – δηλαδή δίνουν περισσότερα από όσα λαμβάνουν – όμως αυτός αποτελεί μικρό τμήμα του ευρωπαϊκού ΑΕΠ).
Αυτές οι αντιστάσεις συνεχίζονται και τώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι η έκδοση «ευρωπαϊκού χρέους» για το Ταμείο Ανάκαμψης αποφασίστηκε κατ’ εξαίρεση και μετά από μεγάλες δυσκολίες (και με σαφές αντιστάθμισμα από τους «ίδιους πόρους» της ΕΕ).
Αυτό σε μεγάλο βαθμό πατάει και σε μια ανισότητα μεταξύ των χωρών, που είχε φανεί και στην πανδημία. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά είχαν χαμηλότερο εξωτερικό χρέος και αυτό τους επέτρεπε πιο εύκολα να έχουν γενναιόδωρα προγράμματα ενίσχυσης καθώς είχαν περιθώριο να εκδώσουν περισσότερο χρέος. Αντιθέτως, άλλες χώρες, που ήδη μπορούν να θεωρηθούν «υπερχρεωμένες», όπως π.χ. η Ιταλία, δεν έχουν το ίδιο περιθώριο να αυξήσουν το χρέος τους για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή και κοινωνική κρίση και θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο ευρωπαϊκά μέτρα και μεγαλύτερη αλληλεγγύη.
Ας μην ξεχνάμε ότι μπορεί προσωρινά από την πανδημία και μετά έχουν αρθεί οι περιορισμοί για τα ελλείμματα, όμως υπάρχει πίεση σταδιακά να επανακάμψουν. Αυτό θα δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα σε χώρες που δοκίμασαν να αντιμετωπίσουν την κρίση με αυξημένα ελλείμματα.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια Ευρώπη που θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά ενεργειακά και τελικά οικονομικά προβλήματα σε βάρος χρόνου. Προβλήματα που δεν αφορούν μόνο τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και τα προβλήματα στην ίδια τη συγκρότηση του «Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος».