Το κίνημα “Me too” που πρόσφατα ξεδιπλώθηκε και στην Ελλάδα έκανε πιο επίκαιρη από ποτέ την συζήτηση για την σεξουαλική κακοποίηση.
Όλοι συμφωνούν ότι το θέμα γίνεται ιδιαίτερα ειδεχθές όταν πρόκειται για παιδιά και εφήβους. Ο τύπος βρίθει συνεντεύξεων ειδικών , που πραγματεύονται το φαινόμενο και δίνουν συμβουλές στους γονείς για το πώς μπορεί να προφυλάξουν τα παιδιά τους από καταστάσεις εν δυνάμει επικίνδυνες για σεξουαλική κακοποίηση.
Αντίθετα όμως από το αναμενόμενο , ειδήσεις όπως αυτή που δημοσιεύτηκε τελευταία «Ανατριχιαστικές μαρτυρίες για την υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.
Τρεις γιατροί του νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» έδωσαν τα στοιχεία προκειμένου να ξεκινήσουν οι έρευνες για τον 50χρονο τραυματιοφορέα που καταγγέλλεται για σεξουαλική κακοποίηση δύο ανήλικων παιδιών ηλικίας 6 και 8 ετών» (ΤΑ ΝΕΑ, 3 Μαρτίου 2021), δεν φαίνεται να επισύρουν την προσοχή που τους αντιστοιχεί. Ίσως γιατί ούτε ο θύτης, ούτε το θύμα είναι επώνυμοι, ίσως γιατί ανακινούν μέσα μας ισχυρούς μηχανισμούς άμυνας, όπως η άρνηση, μπροστά στο αποτρόπαιο της πράξης. Πως είναι δυνατόν ένας ενήλικας , ο οποίος υποτίθεται ότι φροντίζει ένα άρρωστο παιδί , να ασελγεί πάνω στο καθηλωμένο και ανήμπορο σώμα του;
Η αθέατη και η άφατη πλευρά της σεξουαλικής κακοποίησης είναι η κακοποίηση παιδιών και εφήβων με ειδικές ανάγκες. Κακοποιούνται οι πλέον αδύναμοι των αδυνάμων. Συμβαίνει μέσα στην οικογένεια αλλά κυρίως σε ιδρύματα, όπου νοσηλεύονται παιδιά με σωματική ή ψυχική ασθένεια. Συμμετέχουν γονείς ή φροντιστές , στους οποίους το παιδί έχει εμπιστοσύνη. Είναι η πιο ασφαλής μορφή ικανοποίησης για τον θύτη. Το θύμα δεν πρόκειται να μιλήσει, είτε γιατί δεν αναγνωρίζει το νοσηρό της πράξης, είτε γιατί δεν έχει την λεκτική ικανότητα να το εκφράσει.
To προφίλ των δραστών είναι το σύνηθες. Ενήλικοι με φτωχό έλεγχο των παρορμήσεων, με αντικοινωνική βίαια συμπεριφορά, με χρήση αλκοόλ ή ουσιών.
Άτομα, που τα ίδια είχαν υποστεί στην παιδική τους ηλικία κακοποίηση και διαιωνίζουν το πρόβλημα, μπαίνοντας στον φαύλο κύκλο της διαγενεαλογικής μετάδοσης. Μέσω της επαγγελματικής τους ιδιότητας , που τους φέρνει σε καθημερινή επαφή με τα παιδιά, κερδίζουν την εμπιστοσύνη τους και εξασφαλίζουν την σιωπή τους.
Τα παιδιά με μειωμένες συχνά νοητικές ικανότητες, δεν μπορούν να διακρίνουν την διαφορά ενός φιλικού από ένα σεξουαλικό άγγιγμα. Δεν ασχολείται κανείς με τη σεξουαλική τους διαπαιδαγώγηση και την αναδυόμενη σεξουαλικότητα της εφηβείας. Οι έντονες συναισθηματικές τους ανάγκες και η έλλειψη αυτοδυναμίας , τα οδηγούν σε εξαρτητικές σχέσεις από τους φροντιστές τους.
Οι συνέπειες όπως σε κάθε είδους κακοποίηση είναι σημαντικές, άμεσες και απώτερες και συνδέονται με την σοβαρότητα της (βαθμός, διάρκεια, συχνότητα) και με την ηλικία έναρξης (όσο πιο μικρό είναι το παιδί, τόσο μεγαλύτερες είναι οι συνέπειες). Η απομόνωση του παιδιού, ο φόβος, η αίσθηση αδυναμίας ελέγχου, οι διαταραχές της διάθεσης με κυρίαρχα συμπτώματα αυτά της κατάθλιψης, της απόσυρσης και της μετατραυματικής αγχώδους διαταραχής συμπεριλαμβάνονται στις άμεσες συνέπειες της κακοποίησης.
Στην περίπτωση όμως , που η κακοποίηση έχει γίνει από ένα οικείο , αγαπημένο πρόσωπο του παιδιού, η φιγούρα δεσμού, από πηγή ασφάλειας, γίνεται ταυτόχρονα πηγή κινδύνου. Στη συνέχεια το παιδί προσπαθεί αμυντικά να επιτεθεί στον ενήλικα που του προκαλεί φόβο ή να τον αποφύγει. Η απόσυρση σημαίνει μοναξιά, αλλά κάθε απειλή μοναξιάς ενεργοποιεί το ένστικτο της προσκόλλησης που σπρώχνει το παιδί να ξαναπλησιάσει τον ενήλικα. Έτσι το παιδί εγκλωβίζεται σε μια παγίδα, σε ένα ανεπίλυτο δίλλημα , σε μια μικτή συμπεριφορά αποφυγής και πλησιάσματος. Μαθαίνει να βιώνει την επιθετικότητα μέσα από μια φιλική προσέγγιση και δεν μπορεί να αποχωριστεί την φιγούρα προσκόλλησης. Ο θύτης ανενόχλητος μπορεί να συνεχίζει την κακοποιητική του συμπεριφορά.
Όλοι οι φορείς που συμμετέχουν στο «Μαζί για το Παιδί» ενώνουν τις δυνάμεις τους για να ανιχνεύσουν και να φέρουν στο φως περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών με ειδικές ανάγκες. Είναι ουσιαστικό και επείγον να προστατευθούν αυτά τα παιδιά τόσο μέσα στην οικογένεια τους όσο και στα ιδρύματα όπου θα πρέπει να ισχύουν σαφή και αυστηρά κριτήρια επιλογής προσωπικού. Κυρίως όμως πρέπει να δοθεί φωνή και αξιοπρέπεια σε παιδιά που δεν μπορούν να την αποκτήσουν από μόνα τους. Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες αξίζουν να ζήσουν μια ασφαλή και προστατευμένη παιδική ηλικία , που δικαιωματικά τους ανήκει.
*Της Ελένη Λαζαράτου
*Η Ελένη Λαζαράτου είναι Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής, Α Ψυχιατρική Κλινική, ΕΚΠΑ
Επιστημονική Συνεργάτης της Ένωσης «Μαζί για το Παιδί»