Λέγε, λέγε, όλο και κάτι θα μείνει στο τέλος -αυτό διδάσκει μια από τις βασικές αρχές της προπαγάνδας και της επικοινωνίας. Όταν, μάλιστα, το συστηματικό λέγειν συνοδεύεται και από ανάλογο πράττειν προς την ίδια κατεύθυνση, τότε είναι φανερό ότι αυξάνουν σημαντικά οι πιθανότητες όχι απλώς να μείνει κάτι στον ρήτορα και δράστη, αλλά το κέρδος του να είναι ιδιαιτέρως σημαντικό -ειδικά, εφόσον έχει υιοθετήσει μια μαξιμαλιστική τακτική.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή την περίοδο με την Τουρκία και τον πρόεδρό της. Διότι από τη μία, δεν περνά ουσιαστικά ούτε μέρα που να μην ανακινούνται ζητήματα γεωπολιτικών ισορροπιών και συνόρων, προβάλλοντας ουσιαστικά το αίτημα της αναθεώρησης και της αλλαγής τους. Ο Ταγίπ Ερντογάν αμφισβητεί ευθέως τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία καθόρισε πρακτικά τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας και το πλαίσιο των σχέσεών της με τις γειτονικές χώρες, θέτοντας επί τάπητος όλες τις διεκδικήσεις της Άγκυρας, ακόμη κι αυτές που φαντάζουν εντελώς παράλογες και εξωπραγματικές. Από την άλλη δε, με δική του εντολή, η Τουρκία κάνει σε όλα τα μέτωπα συγκεκριμένα και καλά σχεδιασμένα βήματα, τα οποία συνάδουν απολύτως με τις παραπάνω φραστικές διεκδικήσεις.
Για του λόγου το αληθές, εκτός συνόρων, ο τουρκικός στρατός έχει εισβάλει στη Συρία και το Ιράκ, κατοχυρώνοντας ζώνες επιρροής τις οποίες είναι απίθανο να εγκαταλείψει εκουσίως, όπως μαρτυρά με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο και η εμπειρία της Κύπρου. Παράλληλα, χτυπά ανηλεώς τους Κούρδους του YPG και του PKK, που αντιπροσωπεύουν εδώ και δεκαετίες τη μεγαλύτερη απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας -διεκδικώντας το (αυτονόητο) δικαίωμα να έχουν το δικό τους κράτος.
Εντός συνόρων, επίσης, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με τη βοήθεια του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που έχει επιβληθεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα (το «δώρο του Αλλάχ», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος ο Ερντογάν), μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοσύνης, του στρατού και όλων των δυνάμεων καταστολής, από τους αντιπάλους του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και της ελίτ που εκφράζει πολιτικά. Παράλληλα, προωθείται η συνταγματική μεταρρύθμιση που θα δώσει υπερεξουσίες στον πρόεδρο, κάνοντάς τον να μοιάζει με ένα σύγχρονο «σουλτάνο» -όπως ταιριάζει στον νεοοθωμανικό οίστρο που επιδεικνύει ο Ερντογάν, θεωρώντας ότι αδίκως χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βεβαίως, η μοναδική ελπίδα του Ερντογάν να κερδίσει όλα όσα διεκδικεί -στη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ακόμη και στην κεντρική Ασία- είναι να συμβούν γεγονότα αντίστοιχα με εκείνα που χάραξαν ανεξίτηλα την ανθρώπινη ιστορία πριν από ένα περίπου αιώνα, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και μεγάλης αβεβαιότητας. Να τιναχτούν, με άλλα λόγια, τα πάντα στον αέρα στην ευρύτερη περιοχή, μέσω ενός γενικευμένου πολέμου, περιφερειακού ή και παγκόσμιου, όπως προειδοποίησε την περασμένη εβδομάδα ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας.
Ακόμη κι αυτό να μην συμβεί, όμως, ο Ερντογάν (και όχι μόνο αυτός) γνωρίζει πως σε λίγα χρόνια θα έχουν αλλάξει πολλά. Γι’ αυτό, σπεύδει να πάρει πρώτη θέση από τώρα στο τραπέζι της νέας «Λωζάνης», φιλοδοξώντας να έχει στο χέρι του όσο το δυνατόν πιο καλά και ισχυρά χαρτιά. Κι αυτό, προφανώς, είναι κάτι που αφορά και την Ελλάδα και, αργά ή γρήγορα, θα την αγγίξει.
ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Σύννεφα και στο Κυπριακό
Καθώς η διεθνής κινητικότητα γύρω από το Κυπριακό εντείνεται και οι εξελίξεις μοιάζουν να επιταχύνονται -στο διάστημα 7-11 Νοεμβρίου προγραμματίζονται διαπραγματεύσεις σε επίπεδο κορυφής για το εδαφικό- η γενικότερη στάση της Άγκυρας στην περιοχή δημιουργεί εύλογο προβληματισμό για τη στάση που θα τηρήσει τελικώς, αλλά και για τις απαιτήσεις που θα προβάλει. Άλλωστε, όπως σημειώνουν διπλωματικές πηγές, την ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να φέρει στο προσκήνιο το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στην ευρύτερη περιοχή, με την ευθεία αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να δεχθεί μία λύση στο Κυπριακό η οποία να μην κατοχυρώνει τα «κεκτημένα» που συνεπάγονται για την Τουρκία τόσο το καθεστώς των «εγγυητριών δυνάμεων» όσο και, κυρίως, η εισβολή του 1974 και η κατοχή του ενός τρίτου του νησιού. Έτσι, δεν αποκλείεται η όποια προσπάθεια να τιναχτεί στον αέρα, ακόμη και στο παρά πέντε.
Παιχνίδι επικίνδυνων ισορροπιών με ΗΠΑ και Ρωσία
Βλέποντας τις εξελίξεις στα πεδία της διπλωματίας και των μαχών, θα έλεγε κανείς ότι η Τουρκία δεν είναι σύμμαχος των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, αλλά εταίρος της Ρωσίας σε ένα άλλο συνασπισμό.
Πράγματι, η Άγκυρα έχει βάλει στο στόχαστρό της στη Συρία τους βασικούς και πιο αξιόπιστους συνεργάτες των Αμερικανών, που δεν είναι άλλοι από τους Κούρδους. Μάλιστα, προχθές, ενδεχομένως και σε… αντίποινα για το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες (μετά και το βέτο της Βαγδάτης) δεν επέτρεψαν στις τουρκικές δυνάμεις να λάβουν μέρος στην επιχείρηση για την ανακατάληψη της Μοσούλης, ο Ερντογάν έστειλε τα μαχητικά του να εξαπολύσουν δεκάδες επιθέσεις εναντίον θέσεων του YPG, σκοτώνοντας εκατοντάδες από αυτούς, καταστρέφοντας πυρομαχικά και κέντρα διοίκησης και καθιστώντας τους πολύ πιο ευάλωτους στους «τζιχαντιστές» που επιστρέφουν για να ανασυγκροτηθούν στη Συρία και την περιοχή της Ράκα.
Την ίδια στιγμή, Άγκυρα και Μόσχα μοιάζουν να είναι… στα μέλια, κάνοντας την ψυχροπολεμική περίοδο που πέρασαν πρόσφατα οι σχέσεις τους να φαντάζει πολύ μακρινή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι δεν έχουν βγάλει ούτε άχνα για τα όσα συμβαίνουν στο Χαλέπι, αγνοώντας επιδεικτικά τις αντιδράσεις των θεωρητικά συμμάχων τους, ΗΠΑ και ΕΕ. Από την πλευρά τους, οι Ρώσοι έχουν γυρίσει την πλάτη στους Κούρδους, αποδεχόμενοι σιωπηρά τις άγριες και μαζικές εκκαθαρίσεις των Τούρκων. Το συμφέρον πάνω από όλα.