Η Ελλάδα κατέχει με διαφορά την πρώτη θέση στο μερίδιο των εισαγωγών λαβρακίου και τσιπούρας στη Γαλλία, ενώ βρίσκεται στην 7η θέση μεταξύ των προμηθευτών της σε νωπά ψάρια. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που επικαλείται το γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι, το 2017 η χώρα μας εξήγαγε στη Γαλλία 5,895 τόνους τσιπούρας, αξίας 27,9 εκατ. ευρώ και 3,253 τόνους λαβράκια, αξίας 18.4 εκατ. ευρώ.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το μερίδιο εισαγωγών τσιπούρας της Γαλλίας το 2017 που παρουσίασε αύξηση 13,2% σε όρους αξίας και 17,3% σε όρους ποσότητας, η Ελλάδα κατέλαβε το 56,14% ως προς την αξία και 55,5% ως προς την ποσότητα της εν λόγω αγοράς. Συνολικά από την αξία 49,7 εκατ. ευρώ και 10,614 τόνους εισαγωγών τσιπούρας στη Γαλλία κατά την περυσινή χρονιά, η Ελλάδα κατέχει μερίδιο 27,9 εκατ. ευρώ αξίας και ποσότητας 5,895 τόνους. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ισπανία με μερίδιο 13,2% και εξαγωγές αξίας 6,54 εκατ. ευρώ και έπονται η Ολλανδία με μερίδιο 10,5% και εξαγωγές 5,2 εκατ. ευρώ και η Τουρκία η οποία διπλασίασε την ποσότητα και την αξία των εξαγωγών της σε σχέση με το 2016, με μερίδιο 8,8%.
Περίπου η ίδια εικόνα καταγράφεται και στις εξαγωγές λαβρακίων προς τη Γαλλία. Από τους συνολικά 6,693 τόνους, αξίας 40,1 εκατ. ευρώ, οι εισαγωγές από τη χώρα μας ανήλθαν σχεδόν στο ήμισυ, στους 3,253 τόνους, αξίας 18,4 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε αύξηση με το 2016 10% και 6,7% αντοιστοίχως. Στη δεύτερη θέση ακολουθεί η Ισπανία με μερίδιο 18% και εξαγωγές 7,3 εκατ. ευρώ και έπονται η Ολλανδία με μερίδιο 13,2% και εξαγωγές ύψους 5,3 εκατ. ευρώ η Ιταλία με μερίδιο 8% και εξαγωγές 3,2 εκατ. ευρώ και το Ηνωμένο Βασίλειο με μερίδιο 5,3% και εξαγωγές ύψους 2,1 εκατ. ευρώ.
Συνολικά, στις εισαγωγές που έκανε η Γαλλία το 2017 σε νωπά ψάρια, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 7η θέση μεταξύ των προμηθευτών. Συγκεκριμένα σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας εξήγαγε συνολικά προϊόντα αξίας 51,2 εκατ. ευρώ και ποσότητας 9,937 τόνων προς τη Γαλλία την περυσινή χρονιά, αυξημένα κατά 5,8% και 9,6% αντίστοιχα σε σχέση με το 2016.