Την Κυριακή 28 Μαΐου, ολοκληρώνεται το 70ό Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και μία από τις δεκαεννέα ταινίες που συμμετέχουν στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα της διοργάνωσης, θα τιμηθεί με την ύψιστη διάκριση του Φεστιβάλ, τον Χρυσό Φοίνικα. Ανάμεσα τους και το νέο φιλμ του Γιώργου Λάνθιμου: «The Killing of a Sacred Deer». Στο σημερινό μας αφιέρωμα, επιχειρούμε ένα ταξίδι μέσα από δέκα χαρακτηριστικές και αγαπημένες ταινίες, οι οποίες τιμήθηκαν με τον Χρυσό Φοίνικα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Από το φιλμ «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μέχρι την περσινή νικήτρια ταινία, «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς.
Το Βραβείο του Χρυσού Φοίνικα (Palme d’or) θεσπίστηκε το 1955 και αποτελεί το υψηλότερο βραβείο που απονέμεται σε ταινίες που διαγωνίζονται στο Φεστιβάλ των Καννών. Παρουσιάστηκε το 1955 από την οργανωτική επιτροπή. Ενώ από το 1939 ως το 1954, το σημαντικότερο βραβείο είχε την ονομασία: Γκραν Πρι του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών – «Grand Prix du Festival International du Film».
«Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» (1998) του Θόδωρου Αγγελόπουλου
O Αλέξανδρος (Μπρούνο Γκανζ), είναι ένας μεσόκοπος συγγραφέας, που ασχολείται με το ημιτελές έργο του Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Από το ποίημα λείπουν λέξεις, κι ο Αλέξανδρος αποπειράται να τις συγκεντρώσει, να τις αγοράσει, όπως έκανε για τις δικές του λέξεις κι ο Σολωμός. Είναι όμως οι λέξεις που μπαίνουν στο παζλ της συμπλήρωσης του ημιτελούς αριστουργήματος, για να στοιχειώσουν και τη ζωή του Αλέξανδρου. Αλλά οι δυνάμεις του έχουν εξαντληθεί κι ο ίδιος βαδίζει προς τον θάνατο. O χρόνος που του απομένει, ανήκει στις αναμνήσεις, στον απολογισμό μιας ζωής, γεμάτης χαμένες ευκαιρίες και λάθος κινήσεις.
Μια τυχαία συνάντηση μ’ ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών, θα του δώσει νέα ώθηση. Προσκολλάται σ’ αυτό το παιδί, αναβάλλει την «αναχώρηση» και παρατείνει την αιωνιότητα κατά μία μέρα, για να μεταφέρει στον μικρό του φίλο κάτι από τη γνώση του. Έτσι ώστε ν’ αφήσει τα ίχνη του πάνω σε κάποιον, μέσα από το βλέμμα του οποίου θα σωθεί εκείνος που φεύγει… Μία ταινία ποιητική με πανέμορφα πλάνα και δύο χαρακτηριστικές ερμηνείες από τον Μπρούνο Γκανζ και τον Αχιλλέα Σκεύη, στον ρόλο του παιδιού των φαναριών.
Τρία χρόνια μετά την ταινία «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) – όπου επίσης είχε προβληθεί στις Κάννες κερδίζοντας το βραβείο FIPRESCI (μαζί με το «Land and Freedom» του Ken Loach) και το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής – ο Θόδωρος Αγγελόπουλος επιστρέφει θριαμβευτικά στο κορυφαίο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Το κλασσικό πλέον φιλμ του «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα», κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών το 1998, ενώ παράλληλα τιμήθηκε με Βραβείο Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Β’ Γυναικείου Ρόλου (Ελένη Γερασιμίδου), Σκηνογραφίας, Μουσικής και Ενδυματολογίας στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.
«Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (Dancer in the Dark – 2000) του Λαρς φον Τρίερ
Η Σέλμα, μία Τσέχα μετανάστρια στις ΗΠΑ, χάνει σταδιακά την όρασή της εξαιτίας μίας κληρονομικής ασθένειας. Παρ’ όλα αυτά, δουλεύει σκληρά σ’ ένα εργοστάσιο και βάζει στην άκρη χρήματα ώστε ο γιος της να έχει την ευκαιρία να χειρουργηθεί και να μην καταλήξει τυφλός, όπως εκείνη. Δυστυχώς όμως, η μοίρα στέκεται πολύ σκληρή απέναντι της… Πρωταγωνιστούν: Μπιόρκ, Κατρίν Ντενέβ, Ντέιβιντ Μορς, Κάρα Σίμουρ, Πήτερ Στόρμαρ.
Οι ταινίες του Λαρς Φον Τρίερ, μπορεί συχνά πυκνά να έχουν χαρακτηριστεί ως προκλητικές, αλλά σε κάθε περίπτωση παραμένουν οι ιδιοφυείς δημιουργίες ενός κορυφαίου σκηνοθέτη. Το «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (Dancer in the Dark) διαθέτοντας αρκετά στοιχεία μιούζικαλ, είναι μία γλυκιά, όσο και δραματική ιστορία που ειπώθηκε ιδανικά από έναν ιδιαίτερο καλλιτέχνη. Πολύ καλή η Μπιόρκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά βέβαια και η κορυφαία Γαλλίδα ηθοποιός Κατρίν Ντενέβ, που παρά τον μικρό της ρόλο, κλέβει σε κάθε της εμφάνιση τις εντυπώσεις.
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι η ταινία “Χορεύοντας στο Σκοτάδι” (Dancer in the Dark), ολοκληρώνει και την τριλογία του Λαρς φον Τρίερ, “Golden Heart Trilogy”. Μία θεματική που ξεκίνησε το 1996 με το αριστουργηματικό “Δαμάζοντας τα Κύματα” και συνεχίστηκε το 1998 με το φιλμ “Οι Ηλίθιοι”, το οποίο βέβαια υπόκειται στη λογική του Δόγματος ’95.
«Ο Πιανίστας» (The Pianist – 2002) του Ρόμαν Πολάνσκι
Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν (Άντριεν Μπρόντι), είναι ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας. Όμως βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι του όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.
Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό. Ενώ παράλληλα όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν, οφείλοντας να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις.
Το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας. Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του Εβραϊκού Γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος. Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο Γκέτο ως εργάτης – σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα…
Η ταινία «Ο Πιανίστας» έδωσε την ευκαιρία στον Πολάνσκι να εξερευνήσει τις Πολωνικές του ρίζες και τα παιδικά του βιώματα. Το φιλμ πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, στις 24 Μαΐου του 2002, όπου και απέσπασε τη μέγιστη διάκριση, τον Χρυσό Φοίνικα.
«Ελέφαντας» (Elephant – 2003) του Γκας Βαν Σαντ
Η ταινία μας μεταφέρει σε μία φαινομενικά συνηθισμένη μέρα σ’ ένα αμερικάνικο σχολείο. Μόνο που αυτή δεν είναι. Στην τάξη κατά την διάρκεια των μαθημάτων, στο γήπεδο ποδοσφαίρου, στη βιβλιοθήκη, στους διαδρόμους, τίποτα δεν φαίνεται να απειλεί την ηρεμία, την ανεμελιά και την καθημερινότητα της σχολικής ζωής.
Το ανέμελο φθινοπωρινό πρωινό όμως, πρόκειται να έχει μια τραγική κατάληξη και αυτή η μέρα δεν θα είναι μια ακόμη συνηθισμένη ημέρα στο σχολείο. Δύο ένοπλοι μαθητές σε μία προαποφασισμένη έκρηξη θυμού θα σκορπίσουν τον τρόμο και τον θάνατο. Σε μια κοινωνία που όλα βαδίζουν βάσει προγράμματος και σε μια εποχή με σκληρές απαιτήσεις η λογική πνίγεται μέσα στον θυμό και το αίμα σε μια συνταρακτική έκκληση για ελευθερία…
Η ταινία «Ελέφαντας» (Elephant, 2003) του Γκας βαν Σαντ που έχει αποσπάσει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, είναι εμπνευσμένη από την παράλογη δολοφονία δεκατριών μαθητών ενός σχολείου από τους συμμαθητές τους. Ένα πραγματικό γεγονός που συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία, αλλά και την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ο Γκας βαν Σαντ καταγράφει τα γεγονότα μ’ έναν ημι-ντοκιμαντερίστικο τρόπο αφήνοντας τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
«Ανάμεσα στους Τοίχους» (Entre les murs / The Class – 2008) του Λοράν Καντέ
Ο Φρανσουά (François Bégaudeau) και οι καθηγητές συνάδελφοι του, προετοιμάζονται για την καινούργια σχολική χρονιά, στο γυμνάσιο μιας σκληρής, εργατικής συνοικίας. Εφοδιασμένοι με τις καλύτερες προθέσεις, δεν πτοούνται από τις δύσκολες συνθήκες εργασίας και θα προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις να μεταδώσουν τη γνώση, στους μαθητές τους. Κουλτούρες και συμπεριφορές έρχονται σε αντιπαράθεση μέσα στη τάξη, σ’ έναν μικρόκοσμο που αντιπροσωπεύει τη Γαλλία του σήμερα.
Οι μαθητές είναι διασκεδαστικοί αλλά και δύστροποι. Αυτό μπορεί να υπονομεύσει τον ενθουσιασμό των χαμηλόμισθων καθηγητών. Ο Φρανσουά επιμένει να διατηρεί στην τάξη μια ατμόσφαιρα σεβασμού και αξιοπρέπειας. Απορρίπτει τη σοβαροφάνεια και τον αυταρχισμό. Είναι σε ακραίο βαθμό ειλικρινής και αυτό είναι πρωτόγνωρο για τους μαθητές. Όμως έρχεται μια στιγμή που οι αρχές του που έχει επιβάλει στην τάξη δοκιμάζονται, όταν ένας μαθητής αμφισβητεί τις μεθόδους του.
– «Τι έμαθες τη χρονιά που πέρασε;»
– «Δεν έμαθα τίποτα»
– «Δεν είναι αλήθεια αυτό. Κάτι θα έμαθες.»
– «Μα είμαι η ζωντανή απόδειξη!»
Πολύ έξυπνη ιδέα και άψογη η μεταφορά της στην μεγάλη οθόνη, μίας ιστορίας που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Απόλυτα ρεαλιστική, χωρίς να είναι ντοκιμαντέρ, ελάχιστα αφηγηματική και ζωντανή με την κάμερα να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Ο δάσκαλος είναι ο François Bégaudeau που έγραψε αρχικά την ιστορία σε βιβλίο και στη συνέχεια σε σενάριο για την εν λόγω ταινία. Οι μαθητές είναι οι πραγματικοί του μαθητές (για τους παρατηρητικούς: εκτός από έναν που αναφαίνεται διακριτικά και στα credits της ταινίας) και κατάγονται από διαφορετικά σημεία του κόσμου, σε μία όντως πολυπολιτισμική τάξη.
«Αγάπη» (Amour – 2012) του Μίχαελ Χάνεκε
O Ζορζ (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν) και η Αν (Εμανουέλ Ριβά) είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που έχει περάσει τα ογδόντα. Είναι καθηγητές μουσικής που έχουν πια αποσυρθεί. Η κόρη τους (Ιζαμπέλ Ιπέρ), η οποία είναι επίσης μουσικός, μένει με την οικογένειά της στο εξωτερικό. Μια μέρα η Αν θα βιώσει ένα δυσάρεστο γεγονός, το οποίο θα θέσει σε δοκιμασία την αγάπη που ενώνει το ζευγάρι…
Το «Amour» αναδείχτηκε ο μεγάλος νικητής του 65ου Φεστιβάλ Καννών. Ο Μίκαελ Χάνεκε, ίσως, ο σπουδαιότερος αυτή τη στιγμή Ευρωπαίος Σκηνοθέτης, τρία μόλις χρόνια μετά τη «Λευκή Κορδέλα» (Χρυσός Φοίνικας – 2009) εντυπωσίασε το 2012 κοινό και κριτικούς, κερδίζοντας και πάλι τον Χρυσό Φοίνικα με την σπαραχτική θεματική του και τις μοναδικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών του.
Ειδική αναφορά οφείλουμε να κάνουμε στον εκπληκτικό Ζαν Λουί Τρεντινιάν, αλλά και στην συμπρωταγωνίστρια του Εμανουέλ Ριβά, σε μία ερμηνεία που χάρισε μεταξύ άλλων στην σπουδαία Γαλλίδα ερμηνεύτρια και μία υποψηφιότητα στην αντίστοιχη κατηγορία των Όσκαρ. Οι δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν μοναδικά τους ρόλους ενός αγαπημένου ζευγαριού που παρακολουθεί την κοινή ζωή του να καταρρέει όσο πλησιάζει ο Μεγάλος Αποχωρισμός.
«Η Ζωή Της Αντέλ (Κεφάλαια 1&2) Μπλε, Το Πιο Ζεστό Χρώμα» (La vie d’Adèle / Blue Is the Warmest Color – 2013) του Αμπντελατίφ Κεσίς
Η Αντέλ (Αντέλ Εξαρχόπουλος), μαθήτρια λυκείου, δεκαπέντε χρονών, ονειρεύεται να βρει τον έρωτα και αρχίζει να εξερευνά την σεξουαλική της ταυτότητα. Η σχέση της μ’ έναν συμμαθητή της έχει άδοξο τέλος, χωρίς ποτέ να της προκαλέσει το ενδιαφέρον και την ερωτική ένταση που λαχταρά να ανακαλύψει. Η ζωή της ανατρέπεται από τη στιγμή που θα συναντήσει τυχαία μια νύχτα την Έμμα (Λέα Σεντού), ένα κορίτσι με μπλε μαλλιά. Μαζί θα ζήσουν μια έντονη ερωτική σχέση γεμάτη πάθος, αλλά και αγάπη. Η Έμμα βοηθά την Αντέλ όχι μόνο να ανακαλύψει τη σεξουαλική επιθυμία και απόλαυση αλλά και να προσδιορίσει τη ταυτότητα της σαν ενήλικη γυναίκα.
Η «Ζωή Της Αντέλ», είναι η ταινία που μονοπώλησε το ενδιαφέρον στο 66o Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και επανήρθε στην επικαιρότητα έκτοτε πολλές φορές, τόσο λόγω της αρχικής αντιπαράθεσης του σκηνοθέτη με τις δύο πρωταγωνίστριες του, όσο κυρίως για την καλλιτεχνική της αξία ως έργο τέχνης. Ο Τυνήσιος σκηνοθέτης, Αμπντελατίφ Κεσίς («Κουσκούς με Φρέσκο Ψάρι»), καταφέρνει – παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια του φιλμ (179 λεπτά) και τα πολλά προκλητικά πλάνα με τις δύο νεαρές πρωταγωνίστριες, που δεν χρησιμεύουν πάντα στην εξέλιξη της ιστορίας – να κερδίσει τον θεατή, χαρίζοντας μας ένα φιλμ, ωδή στον έρωτα και κυρίως στο δικαίωμα της επιλογής…
Η ταινία εντυπωσίασε κατά την προβολή της στην Κρουαζέτ, όπου αξίζει να σημειώσουμε πως σε μία σπάνια και ιστορική στιγμή του Φεστιβάλ, ο Χρυσός Φοίνικας δόθηκε τόσο στον σκηνοθέτη Αμπντελατίφ Κεσίς, όσο και στις δύο υπέροχες πρωταγωνίστριες του, την Λεά Σεντού και την ελληνικής καταγωγής ηθοποιό, Αντέλ Εξαρχόπουλος.
«Χειμερία Νάρκη» (Kis Uykusu / Winter Sleep – 2014) του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν
Ο Αϊντίν (Χαλούκ Μπιλγκινέρ – Haluk Bilginer) – το όνομα του ήρωα της ταινίας, Αϊντίν, σημαίνει διανοούμενος στα τούρκικα – υπήρξε ένας σπουδαίος και δημοφιλής ηθοποιός, που πλέον έχει αποσυρθεί και όντας ευκατάστατος, λειτουργεί ένα μικρό ξενοδοχείο στην κεντρική Ανατολία. Μαζί του μένουν, η νεαρή γυναίκα του Νιχάλ (Μελίσα Σόζεν – Melisa Sözen), με την οποία έχει μια θυελλώδη σχέση και η αδελφή του Νετζλά (Ντεμέτ Ακμπάγκ – Demet Akbag), η οποία υποφέρει λόγω του πρόσφατου διαζυγίου της.
Πλούσιος πλέον ο Αϊντίν, έχει χάσει την επαφή με την πραγματική ζωή και τις δυσκολίες των ανθρώπων γύρω του. Κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του ξενοδοχείου του, έχει ως βασικό του μέλημα τα άρθρα του που γράφει για μία μικρή, τοπική εφημερίδα, ενώ θέλει κάποιοι στιγμή να συγγράψει ένα σπουδαίο βιβλίο, σχετικά με την ιστορία του τουρκικού θεάτρου. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους συναναστρέφεται είναι, ο επιστάτης του, η γυναίκα του και η αδελφή του. Όμως τον χειμώνα, καθώς το χιόνι αρχίζει να πέφτει, το ξενοδοχείο μετατρέπεται σε καταφύγιο, αλλά και σ’ ένα αναπόδραστο μέρος που οξύνει τις μεταξύ τους έριδες…
Ο σπουδαίος Τούρκος σκηνοθέτης Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, τρία χρόνια μετά το φιλμ του «Κάποτε στην Ανατόλια», επιστρέφει με τη νέα δημιουργία του. Ο λόγος για την υπέροχη ταινία «Χειμερία Νάρκη» που προβλήθηκε πέρσι στο 67ο Φεστιβάλ των Καννών, κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα. Παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια του φιλμ – 196 λεπτά – η μαγική του φωτογραφία, οι σχεδόν μπεργκμανικοί του διάλογοι και η σπουδαία ερμηνεία του πρωταγωνιστή Χαλούκ Μπιλγκινέρ, αιχμαλωτίζουν τον θεατή, χαρίζοντας του μία μοναδική εμπειρία θέασης.
«Dheepan: Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα» (Dheepan – 2015) του Ζακ Οντιάρ (Γαλλία)
Ο Ντιπάν (Γιεσουθασάν Αντονιθασάν), πρώην αντικαθεστωτικός στη Σρι Λάνκα, συμφωνεί με μια γυναίκα κι ένα ανήλικο κορίτσι να παραστήσουν την οικογένεια και να περάσουν στην Ευρώπη με πλαστά διαβατήρια. Καταφέρνουν να φτάσουν στη Γαλλία, ενώ βρίσκουν κατάλυμα και δουλειά σε προάστιο του Παρισιού. Αλλά καθώς ο Ντιπάν αρχίζει να ελπίζει σ’ ένα νέο ξεκίνημα, έρχεται αντιμέτωπος με τη βία των τοπικών συμμοριών και των εμπόρων ναρκωτικών.
Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ, που στο παρελθόν μας έχει χαρίσει ταινίες όπως το «A Prophet» του 2009 (Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου και Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπή του Φεστιβάλ Καννών) και το «Rust and Bone» του 2012, επιστρέφει με την έβδομη μεγάλου μήκους δημιουργία του. Πρόκειται για ένα σπουδαίο και τραγικά επίκαιρο φιλμ με πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις, που προσθέτει μία διαφορετική ματιά στο πρόβλημα της μετανάστευσης, αλλά και του κοινωνικού ρατσισμού.
«Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (I, Daniel Blake – 2016) του Κεν Λόουτς (Ηνωμένο Βασίλειο)
Ο Ντάνιελ Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός ο οποίος έπειτα από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο θα πρέπει να σταματήσει να δουλεύει μέχρις ότου η καρδιά του γίνει ξανά πιο δυνατή. Η γιατρός του τον κρίνει ακατάλληλο για εργασία, όμως οι κοινωνικές υπηρεσίες του Νιούκαστλ όπου ζει, θεωρούν ότι δεν δικαιούται το ανάλογο επίδομα, μα το επίδομα κάποιου που θα έπρεπε να ψάχνει για δουλειά. Η γραφειοκρατία τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Μέσα από την περιπέτεια αυτή, διασταυρώνεται με μια ανύπαντρη μητέρα και τα δύο παιδιά της. Βρίσκοντας αναπάντεχη οικογενειακή θαλπωρή ο ένας στον άλλο, ενώνουν τις δυνάμεις τους και προσπαθούν να αντισταθούν στις δυσκολίες.
Δύο χρόνια μετά το υπέροχο «Jimmy’s Hall» (2014), ο Κεν Λόουτς διαψεύδει ευτυχώς τις φήμες που τον ήθελαν να σταματάει την σκηνοθεσία ταινιών μυθοπλασίας και επιστρέφει εντυπωσιακά – Χρυσός Φοίνικας στο 69ο Φεστιβάλ των Καννών – μ’ ένα πολιτικό σινεμά υψηλών δυνατοτήτων, με έντονη κριτική ματιά, αλλά και με κοινωνικές ευαισθησίες. Το φιλμ «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (I, Daniel Blake – 2016), φέρνει την υπογραφή του μόνιμου πλέον συνεργάτη του και σεναριογράφου, Πολ Λάβερτι. Tο φιλμ διακατέχεται από την σπουδαία ερμηνεία του πρωταγωνιστή Ντέιβ Τζονς και σε δεύτερο επίπεδο, της Χέιλι Σκουάιρς, στην πρώτη τους συνεργασία με τον καταξιωμένο Βρετανό σκηνοθέτη.
«Το σινεμά μάς κάνει καμιά φορά να βλέπουμε καθαρότερα τον κόσμο κι ο κόσμος μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύει, από τις ιδέες που αποκαλούμε νεοφιλελευθερισμό που απειλεί να μας φτάσει στην καταστροφή, στη δυστυχία εκατομμυρίων ανθρώπων, από την Ελλάδα ως τη Βραζιλία. Το σινεμά έχει πολλές παραδόσεις. Μία είναι το σινεμά της διαμαρτυρίας, αυτό που δείχνει τους ανθρώπους ενάντια στην εξουσία. Ελπίζω η ταινία μας να συνεχίζει αυτήν την παράδοση. Κινδυνεύουμε να απελπιστούμε κι όταν υπάρχει τόση απελπισία, η ακροδεξιά το εκμεταλλεύεται – πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός κι απαραίτητος.» – Κεν Λόουτς.