«Πρέπει να σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από τον μανδύα απαισιοδοξίας της κρίσης και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, επενδύοντας τώρα». Το μήνυμα αυτό, που εκπέμπει η επικεφαλής του ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη κ. Ιουλία Τσέτη, υλοποιεί σταθερά και με συνέπεια ο όμιλος του οποίου ηγείται μαζί με την αδερφή της κ. Ειρήνη Τσέτη.
Η διοίκηση της φαρμακοβιομηχανίας Uni-Pharma S.A. όχι απλώς ολοκλήρωσε το πιο φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιο στην Ελλάδα εν μέσω της κρίσης, αλλά, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, απάντησε στη δυσπραγία της τελευταίας δεκαετίας με αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας των εργοστασιακών εγκαταστάσεών της, τριπλασιασμό του προσωπικού, μεγέθυνση του τζίρου, βελτίωση της κερδοφορίας και άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού.
Ναυαρχίδα του ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη (στον οποίο ανήκουν η Uni-Pharma, η InterMed και η Pharmabelle Κύπρου) είναι η Uni-Pharma, που εξειδικεύεται στην έρευνα, στην ανάπτυξη, στην παραγωγή και στην εμπορία καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων και συμπληρωμάτων διατροφής, διαθέτοντας στην αγορά κάποια εκ των δημοφιλέστερων σκευασμάτων για την αντιμετώπιση χρόνιων ή μη παθήσεων. Η δεύτερη εταιρεία του ομίλου, η InterMed, εξειδικεύεται περισσότερο στην έρευνα, στην ανάπτυξη, στην παραγωγή και στην εμπορία δερμοκαλλυντικών, οδοντιατρικών, γυναικολογικών και παιδιατρικών προϊόντων, και η τρίτη, η Pharmabelle, αποτελεί την εμπορική θυγατρική του ομίλου στην Κύπρο.
Συνεχίζοντας το όραμα που ξεκίνησε το 1959 ο πατέρας τους Κλέων Τσέτης, όταν εγκατέλειψε την Αρτα για να δημιουργήσει το πρώτο εργοστάσιο φαρμάκου στην Ελλάδα, η διευθύνουσα σύμβουλος του ομίλου κ. Ιουλία Τσέτη δηλώνει ότι «ο επιχειρηματίας σήμερα πρέπει να είναι αμφιδέξιος, να διαθέτει τόλμη, ευελιξία και αισιοδοξία». Εχοντας αυτό κατά νουν, οι δύο γυναίκες, η Ιουλία και η Ειρήνη, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων μετά τον θάνατο του πατέρα Κλέωνα. Η απώλεια δεν λειτούργησε ανασταλτικά και η νέα βιομηχανική εγκατάσταση που είχε οραματιστεί ολοκληρώθηκε στην καρδιά της κρίσης, και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2014.
Η επικεφαλής του ομίλου κ. Ιουλία Τσέτη.
Η έδρα των δύο φαρμακοβιομηχανιών του ομίλου Τσέτη βρίσκεται στην Κηφισιά. Το εργοστάσιο παραγωγής τη Uni-Pharma εκτείνεται σε συνολική επιφάνεια 14.000 τ.μ., εκ των οποίων τα 12.400 τ.μ είναι χώροι παραγωγής και συσκευασίας, ενώ ένας ανεξάρτητος αποθηκευτικός χώρος 11.000 τ.μ. φιλοξενεί τα τελικά προϊόντα της εταιρείας, από όπου διατίθενται στην αγορά. Στον ίδιο χώρο λειτουργεί και το παλαιότερο εργοστάσιο, αυτό που κατασκεύασε ο ιδρυτής του ομίλου, έκτασης 2.500 τ.μ., και το οποίο ανακαινίζεται με νέο εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας και πλήρως αυτοματοποιημένες γραμμές παραγωγής.
Το νέο εργοστάσιο
Με δυναμικότητα 2 δισεκατομμυρίων σκευασμάτων, το νέο εργοστάσιο που ξεκίνησε να λειτουργεί το 2015 αποτελεί πρότυπο βιοκλιματικής εφαρμογής, προσανατολισμένο στην πλήρη εκμετάλλευση των κλιματικών συνθηκών για τη λειτουργία του με παράλληλη μείωση κάθε ενεργοβόρας διαδικασίας, σε πλήρη εναρμόνιση με το φυσικό περιβάλλον.
Το συνολικό κόστος της επένδυσης προσεγγίζει τα 70 εκατ. ευρώ και είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων στον χώρο της φαρμακοβιομηχανίας στην Ελλάδα. Οι εγκαταστάσεις είναι εξοπλισμένες με τα πιο πρόσφατης τεχνολογίας συστήματα παραγωγής, συσκευασίας και ποιοτικού ελέγχου, ενώ όλες οι διαδικασίες παρακολουθούνται και ελέγχονται από νέα, καινοτόμα σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα.
Σήμερα ο όμιλος έχει καταφέρει να εξελιχθεί από μικρή προσωπική εταιρεία σε μεγάλη και δυναμική βιομηχανία φαρμακευτικών προϊόντων με ηγετική παρουσία στην εσωτερική αγορά, αλλά και αναπτυσσόμενη δραστηριότητα σε 53 χώρες. Η Uni-Pharma και η InterMed είναι οι μοναδικές ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που συμμετέχουν ενεργά με μεγάλο αριθμό ερευνητικών προγραμμάτων στο πλαίσιο της στρατηγικής δράσης «Ευρώπη 2020» και ύστερα από μακρά πορεία και 32 διεθνή διπλώματα ευρεσιτεχνίας, η αναγνωρισιμότητα των σκευασμάτων της Uni-Pharma είναι υψηλή. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να ειπωθεί ότι σκευάσματα όπως το Unisept, το Chlorhexil, το Reval ή φάρμακα όπως το αναλγητικό Salospir και φυσικά το Τ4 για τη θεραπεία των παθήσεων του θυρεοειδούς αδένα, είναι ευρέως διαδεδομένα και πλέον η φήμη τους επεκτείνεται σε μεγάλες αγορές του εξωτερικού.
Εκτίναξη πωλήσεων την τελευταία πενταετία
Η αναπτυξιακή πορεία του ομίλου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Τσέτη αποτυπώνεται στις οικονομικές επιδόσεις των δύο εταιρειών την τελευταία πενταετία, που σε ό,τι αφορά την εταιρεία Uni-Pharma δείχνουν αύξηση του τζίρου κατά 50%, κυρίως μέσω της αύξησης του μεριδίου αγοράς στην εγχώρια αγορά και της ανάπτυξης νέων καινοτόμων προϊόντων, αλλά και με το άνοιγμα νέων αγορών στο εξωτερικό. Το επενδυτικό πρόγραμμα για τη δημιουργία των νέων εγκαταστάσεων άγγιξε τα 70 εκατ. ευρώ, εκτοξεύοντας την παραγωγική δυναμικότητα του εργοστασίου της εταιρείας σε τετραπλάσια επίπεδα. Η αύξηση των θέσεων εργασίας ξεπέρασε το 60% και 161 εργαζόμενοι προστέθηκαν στο δυναμικό της εταιρείας, που αριθμεί πάνω από 260 άτομα, εκ των οποίων το 60% είναι ανωτάτου μορφωτικού επιπέδου. Οι φόροι και οι εισφορές που πληρώθηκαν τα τελευταία 5 χρόνια ανέρχονται σε 20 εκατ. ευρώ, ενώ η επιβάρυνση από το rebate και το clawback ανήλθε σε 5,5 εκατ. ευρώ ετησίως ή 12% του τζίρου στο εσωτερικό, δεσμεύοντας σημαντική ρευστότητα που θα μπορούσε να διοχετευθεί σε επενδύσεις δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Εντούτοις, το πλάνο της εταιρείας για την περίοδο 2017-2021 προβλέπει πρόσθετες επενδύσεις 15-20 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του πρώτου εργοστάσιου της Uni-Pharma, αύξηση του τζίρου στα 85 εκατ. ευρώ, υψηλό EBITDA στο 18%-20% επί του τζίρου, αλλά και μείωση κατά 50% του δανεισμού της.
Σε ό,τι αφορά την InterMed, η δημιουργία νέων καινοτόμων προϊόντων οδήγησε σε αύξηση του τζίρου την προηγούμενη πενταετία κατά 150%, συμπαρασύροντας σε διπλασιασμό των θέσεων εργασίας, και πλέον το προσωπικό της εταιρείας αριθμεί 174 άτομα, ενώ οι επενδύσεις άγγιξαν τα 2 εκατ. ευρώ. Το πλάνο της τρέχουσας πενταετίας έως το 2021 προβλέπει αύξηση του τζίρου στα 33 εκατ. ευρώ, EBITDA 20% επί του τζίρου, επενδύσεις 5 εκατ. ευρώ και μηδενισμό του χαμηλού ούτως ή άλλως τραπεζικού δανεισμού.
Στόχος, η περαιτέρω επέκταση σε νέες αγορές
Κόντρα στη γενικευμένη γκρίνια που υπάρχει στον χώρο της φαρμακοβιομηχανίας για τις επιπτώσεις του rebate και του clawback, η κ. Ιουλία Τσέτη δηλώνει ότι σε μια χώρα που απειλείται με χρεοκοπία ο κλάδος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πληρώσει το μερίδιό του. «Επρεπε όλοι να σηκώσουμε τα μανίκια και να συνεισφέρουμε οικονομικά, προκειμένου να ξεπεράσουμε την κρίση», υποστηρίζει, δηλώνοντας παράλληλα αισιόδοξη ότι ο όμιλος θα αντιμετωπίσει την επέκταση των περιοριστικών μέτρων για την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης έως και το 2022, μέσα από την ανάπτυξη νέων προϊόντων, το άνοιγμα νέων αγορών και την περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών του. Η ίδια αποστρέφεται την εμπλοκή της φαρμακοβιομηχανίας με την πολιτική και, στην ερώτηση για το επίπεδο συνεργασίας του κλάδου με το υπουργείο Υγείας, επιμένει ότι η ιδανική σχέση θα είναι αυτή που οι εταιρείες δεν θα γνωρίζουν καν το όνομα του αρμοδίου υπουργού. «Τότε πια θα σημαίνει ότι θα έχουμε μπει στην κανονικότητα», σχολιάζει, μη διστάζοντας πάντως να επισημάνει ότι η ανάπτυξη του κλάδου απαιτεί σταθερότητα και όχι αιφνιδιασμούς στο επίπεδο της τιμολόγησης των προϊόντων. «Ειδικά για τα φάρμακα που διατίθενται στην αγορά με τιμές κάτω των 5 ευρώ δεν μπορούμε να έχουμε αιφνιδιαστικές μειώσεις τιμών», υπογραμμίζει, καθώς κάτι τέτοιο «θα καθιστούσε απαγορευτική την υποστήριξη της παραγωγής τους και θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της βιομηχανίας», εξηγεί.
Από τη θέση του μέλους στο γενικό συμβούλιο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, στο οποίο εξελέγη για πρώτη φορά τον περασμένο Ιούνιο, η κ. Ιουλία Τσέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να προωθηθούν πολιτικές που θα αντιστρέψουν το brain drain σε brain gain, οικοδομώντας, όπως σημειώνει, μια νέα Ελλάδα με χαρακτηριστικά ανάπτυξης και εξωστρέφειας βασισμένης σε υγιείς επιχειρήσεις.
Από το φαρμακείο στην Αρτα, στις νέες εγκαταστάσεις στην Αθήνα
Με μητέρα, αλλά και παππού φαρμακοποιό, η Ιουλία Τσέτη τήρησε την παράδοση της οικογένειας και ακολούθησε τον κλάδο της φαρμακευτικής. Με σπουδές στο Φαρμακευτικό Τμήμα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μεταπτυχιακό τίτλο στον τομέα της Βιοφαρμακευτικής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, πλήθος δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά και συμμετοχές σε συνέδρια, η σημερινή διευθύνουσα σύμβουλος του ομίλου Τσέτη, δηλώνει περισσότερο φαρμακοποιός-βιομήχανος παρά μάνατζερ. Οπως εξηγεί, κινητήριος δύναμη για τη δημιουργία ενός ισχυρού ομίλου είναι ουσιαστικά η ανάγκη για τη δημιουργία και την παραγωγή νέων προϊόντων που απαντούν σε πραγματικές και καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων. «Αυτό που με κινητοποιεί είναι κυρίως η ενασχόληση με την έρευνα και η μετουσίωση των αποτελεσμάτων της σε προϊόντα», δηλώνει και για τον λόγο αυτόν ο όμιλος έχει συστήσει ομάδα 35 ερευνητών που λειτουργεί υπό την καθοδήγησή της.
Στόχος η ικανοποίηση των αναγκών των ασθενών αλλά και συνολικότερα του πληθυσμού μέσα από πρωτοποριακά προϊόντα που ενσωματώνουν τις τελευταίες εξελίξεις της έρευνας και της τεχνολογίας στον χώρο του φαρμάκου και της προσωπικής φροντίδας.
Η πορεία του Κλέωνα Τσέτη έχει διδάξει ότι η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με σταθερά βήματα, αλλά και τόλμη. Εξιστορώντας τη μέχρι σήμερα διαδρομή, η κ. Τσέτη εξηγεί ότι οι σύγχρονες εγκαταστάσεις προέκυψαν από επέκταση των παλαιοτέρων, εκεί όπου ο ιδρυτής του ομίλου, ύστερα από παρότρυνση της γυναίκας του, δημιούργησε το πρώτο του εργοστάσιο για να βιομηχανοποιήσει αρχικά το προϊόν που ο ίδιος παρήγαγε σε ένα φαρμακείο της Αρτας. Οπως εξηγεί η κ. Τσέτη, «επρόκειτο για μια νέα φαρμακοτεχνική μορφή που μετέτρεψε από δισκία σε διάλυμα με σταγόνες, τα οποία χορηγούνταν σε παιδάκια με κολικούς. Ο πατέρας ήταν ο μοναδικός στην Ηπειρο που διέθετε αυτό το σκεύασμα, αλλά χρειάστηκε η παρότρυνση της δυναμικής μητέρας μου Σόνιας, που του είπε να πάει στην Αθήνα να βιομηχανοποιήσει το προϊόν. Ηρθε στην Αθήνα και έκανε το πρώτο προϊόν, το Lumidrops, σε ένα εργοστάσιο της εποχής εκείνης στα Κάτω Πατήσια.
Στην πορεία είδε ότι είχε επιτυχία το προϊόν, δημιούργησε και ένα δεύτερο, ώσπου πάλι επενέβη η μητέρα μου, η οποία ανέβασε και πάλι τον πήχυ και τον ώθησε να κάνει το δικό του εργοστάσιο, εδώ στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας. Αυτό αποτέλεσε και την αφετηρία για τη συνεργασία με γνωστές πολυεθνικές της εποχής εκείνης, καθότι το εξόπλισε με καινοτόμα τεχνολογικά μηχανήματα. Ετσι, στην πορεία παρήγαγε και τα δικά του σκευάσματα, και μετά το Lumidrops ήρθε το Novalumin. Η στιγμή της μεγάλης δικαίωσης ήταν ωστόσο το Salospir, που ήταν το πρώτο προϊόν ακετυλοσαλικυλικού οξέος που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη σε μορφή δισκίων με εντεροδιαλυτή επικάλυψη, επιτρέποντας τη χρόνια λήψη του φαρμάκου, χωρίς να προκαλεί διαβρώσεις στο στομάχι. Η παραγωγή του απογείωσε τη Uni-Pharma».