Οι μύθοι για τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας και τις επιδράσεις τους εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα, και να μπαίνουν εμπόδιο σε αρκετές περιπτώσεις, στη διείσδυση της ψηφιακής τεχνολογίας, την ψηφιακοποίηση της οικονομίας και εν τέλει την ανάπτυξη της χώρας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Διεθνής Επιτροπή για την Προστασία από τη Μη Ιοντίζουσα Ακτινοβολία (ICNIRP) έχουν αξιολογήσει κατά τα τελευταία 30 χρόνια που λειτουργεί η κινητή τηλεφωνία χιλιάδες επιστημονικές μελέτες, εξαντλώντας κάθε πτυχή και αναδεικνύοντας την ανυπαρξία σύνδεσης των κεραιών κινητής τηλεφωνίας με δυσμενείς επιδράσεις.
Η επιστημονική αλήθεια για την ακτινοβολία
Τα Ελληνικό Υπουργείο Υγείας και η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ) βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος.
Σε τοποθέτησή της σε πρόσφατη συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας κυρία Βασιλική Καρασούλη, επισήμανε ότι από επιστημονικές μελέτες και πειράματα δεν προκύπτουν βιολογικές αντιδράσεις, καθώς το επίπεδο ενέργειας των κυμάτων της κινητής τηλεφωνίας είναι αρκετά χαμηλό και δεν επαρκεί για να κάνει διάσπαση των δεσμών του DNA. Επίσης, το μήκος κύματος είναι αρκετά μεγάλο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σε μικρά κύτταρα και να τα επηρεάζει και τρίτον, το επίπεδο ακτινοβολίας κοντά στο έδαφος που είναι ο άνθρωπος, σε σχέση με την εκπομπή των κεραιών που είναι σε ψηλότερο επίπεδο, είναι αρκετά χαμηλό, ώστε να μην υπάρχουν δυσμενείς επιδράσεις.
Στην ίδια συνεδρίαση ο κ. Ευθύμιος Καραμπέτσος, υπεύθυνος του Γραφείου Μη-Ιοντιζουσών Ακτινοβολιών της ΕΕΑΕ, τόνισε ότι στην Ελλάδα διενεργούνται εκτεταμένες μετρήσεις των εκπομπών ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, καθώς ελέγχεται κάθε χρόνο, διά νόμου, το λιγότερο το 20% των σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας, και τα αποτελέσματά τους δημοσιεύονται στη σελίδα της ΕΕΑΕ.
ΕΕΑΕ: έως και 100 φορές χαμηλότερες οι εκπομπές από τα θεσμοθετημένα όρια
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΕΑΕ και που αφορούν στις μετρήσεις ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που διενεργήθηκαν το 2016 σε σταθμούς κεραιών, αλλά και από την έκθεση απολογισμού του πρώτου έτους λειτουργίας του Εθνικού Παρατηρητηρίου Ηλεκτρομαγνητικών Πεδίων (ΕΠΗΠ), οι τιμές που έχουν καταγραφεί από όλους τους σταθμούς μέτρησης είναι πολύ χαμηλότερες, έως και 100 φορές, από τα όρια ασφαλούς έκθεσης του κοινού.
Καθηγητής Σαμαράς: οι σταθμοί βάσης τοποθετούνται με οδηγό την τηλεπικοινωνιακή ζήτηση
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο emea.gr, ο ακτινοφυσικός Θεόδωρος Σαμαράς, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο της Μάλτας και μέλος πολλών επιστημονικών συμβουλευτικών σωμάτων για την μη-ιοντίζουσα ακτινοβολία, μεταξύ των οποίων και η επιτροπή SCHEER που αποτελεί τον επίσημο σύμβουλο της ΕΕ σε θέματα δημόσιας υγείας και περιβαλλοντικών κινδύνων, υποστήριξε ότι στην Ελλάδα έχουν αναπτυχθεί πρωτοποριακά δίκτυα συνεχούς μέτρησης, καταγραφής και δημοσιοποίησης των επιπέδων ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στο περιβάλλον, τα οποία διαχειρίζονται δημόσιοι φορείς, όπως η ΕΕΑΕ και τα πανεπιστήμια.
Επιβεβαίωσε επίσης ότι η τήρηση των τρεχουσών οδηγιών έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, όπως έχουν προταθεί από την ICNIRP, τον ΠΟΥ και την ΕΕ είναι ικανή να διασφαλίσει τη δημόσια υγεία. Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η Πολιτεία επέλεξε να υιοθετήσει ακόμη αυστηρότερα όρια.
Ο καθηγητής εξήγησε επίσης, γιατί χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι κεραιών, καθώς και γιατί οι κεραίες τοποθετούνται σε κατοικημένες περιοχές. Οι διαφορετικοί τύποι κεραιών, όπως διευκρίνισε, εξυπηρετούν είτε διαφορετικά συστήματα κινητών επικοινωνιών που λειτουργούν με διαφορετικά πρωτόκολλα επικοινωνίας, είτε τη διασύνδεση μεταξύ των σταθμών βάσης. Το πλήθος των κεραιών έχει να κάνει με την τηλεπικοινωνιακή κίνηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για διακίνηση πληροφορίας με τη μορφή φωνής ή πολυμεσικού περιεχομένου σε μια περιοχή, τόσο μεγαλύτερος πρέπει να είναι και ο αριθμός των κεραιών, καθώς κάθε σταθμός βάσης μπορεί να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα ορισμένο αριθμό συνδρομητών.