Το Σάββατο στις 11 Μαρτίου η Άρτα θα τιμήσει την πολιούχο της πόλης Αγία Θεοδώρα. Ποια είναι όμως η Αγία η οποία τιμούμε με την περιφορά της εικόνας της και των λειψάνων της κάθε χρόνο?
Η Θεοδώρα γεννήθηκε στα Σέρβια Κοζάνης το 1210, μια πόλη με στρατηγική σημασία την εποχή εκείνη. Ο πατέρας της Ιωάννης ήταν ιταλικής καταγωγής, της περίφημης οικογένειας Πετραλίφα, που είχαν πάρει μέρος και στην Α’ Σταυροφορία τον 11ο αιώνα, σεβαστοκράτορας και διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενώ η μητέρα της Ελένη καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Πόλης. Μετά το θάνατο του πατέρα της –κάπου μεταξύ 1224 και 1230‒ ανέλαβε την κηδεμονία της ο θείος της, διοικητής του Δεσποτάτου της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός-Δούκας, ο οποίος όμως μετά την ήττα του και την αιχμαλωσία του από τους Βούλγαρους το 1230 στην μάχη της Κλοκοτνίτσας (κοντά στο σημερινό Χάσκοβο Βουλγαρίας) αντικαταστάθηκε από τον ανηψιό του Μιχαήλ Β’, γιο του Μιχαήλ Α’, ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου με έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφτασαν στην Ήπειρο από την Κωνσταντινούπολη μετά την πρώτη άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Η γνωριμία του Μιχαήλ με τη Θεοδώρα γίνεται σε μια τυχαία επίσκεψη του στα Σέρβια. Ο Μιχαήλ θαμπώθηκε από την ομορφιά και τον χαρακτήρα της Θεοδώρας, τη ζητάει σε γάμο και την παίρνει μαζί του στην Ήπειρο ανεβάζοντας την στον θρόνο του Δεσποτάτου. Σύμφωνα με άλλες πηγές ο Μιχαήλ παντρεύτηκε τη Θεοδώρα και για να αποκτήσει τη στήριξη των τοπικών αρχόντων και την εύνοια της αυτοκρατορικής Αυλής.
Ο έκλυτος βίος του Μιχαήλ που αποκλίνει προς τις σαρκικές απολαύσεις και τις διασκεδάσεις, σε συνδυασμό με τον ενάρετο και αφοσιωμένο στα Θεία τρόπο ζωής της Θεοδώρας οδήγησε σε ρήξη μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να μπει στην ζωή τους ένα τρίτο πρόσωπο. Ο Μιχαήλ εγκαθιστά την Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή στα ανάκτορα, την ανεβάζει στο θρόνο και αποκτά μαζί της 2 νόθους γιους. Η Θεοδώρα ταπεινωμένη, εγκαταλείπει την βασιλική αυλή και αυτοεξορίζεται στα Τζουμέρκα μαζί με τον πρωτότοκο γιος της Νικηφόρο. Στα βουνά τριγυρνάει ρακένδυτη και με μοναδική τροφή τα χόρτα, για 5 χρόνια, όπως μας ενημερώνει ο βιογράφος της μοναχός Ιώβ. Παρά τις δοκιμασίες και τις κακουχίες δεν έχασε ποτέ την πίστη της στον Θεό. Εκεί την αναγνωρίζει και την παίρνει μαζί του ο ιερέας του Κορφοβουνίου.
Μόλις οι κάτοικοι της Άρτας μαθαίνουν ότι ξαναβρέθηκαν τα ίχνη της και απηυδισμένοι από την συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής του Μιχαήλ απαιτούν να διώξει τη Γαγγρινή και να επαναφέρει στα ανάκτορα τη Θεοδώρα. Μπροστά στη λαϊκή κατακραυγή ο Μιχαήλ εξαναγκάζεται να φέρει πίσω στο παλάτι τη Θεοδώρα, ενώ η Γαγγρινή εκδιώκεται από τους Αρτινούς και αποχωρεί από την βασιλική αυλή. Ο Μιχαήλ προκειμένου να εξιλεωθεί για την συζυγική του απιστία επιδίδεται σε αγαθοεργίες, χτίζοντας τη Μονή της Κάτω Παναγιάς, τη Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στα Τζουμέρκα και τη μονή του Αγίου Γεωργίου. Θα αποκτήσει συνολικά μαζί τη Θεοδώρα 4 ακόμα παιδιά, τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα.
Η Θεοδώρα συνεχίζει το φιλάνθρωπο και φιλεύσπλαχνο έργο της με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο, συμμετέχοντας και στην διαμόρφωση της πολιτικής που ασκούσε ο Μιχαήλ. Με δική της υπόδειξη και ταξιδεύοντας η ίδια στην Νίκαια έγινε το 1249 ο γάμος του πρωτότοκου γιου της Νικηφόρου με την Μαρία, εγγονή του Ιωάννη Βατάτζη, βασιλιά της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (το έτερο ισχυρό ελληνικό κρατίδιο που δημιουργήθηκε εκτός του Δεσποτάτου της Ηπείρου μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους), με σκοπό την ειρηνική συνύπαρξη των δύο κρατιδίων. Πέρα όμως από αυτό, πολλές ήταν οι ενέργειες της Αγίας για την ειρήνη της περιοχής και την ειρηνική συνύπαρξη των Ελληνικών κρατών. Ανάλωσε την ζωή της στην προσπάθεια να ξεπεραστούν τα εμπόδια για την ανασύσταση της αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό δίκαια ονομάσθηκε η Θεοδώρα «Ειρηνοποιός Αγία».
Μετά το θάνατο του Μιχαήλ, η Θεοδώρα αποφασίζει να ασκήσει το μοναχικό βίο για μία δεκαετία και μέχρι το τέλος της ζωής της στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός χτίστηκε τον 11ο αιώνα σε μορφή τρίκλιτης βασιλικής και ανακαινίστηκε από την ίδια τη Θεοδώρα το 1270.
Η βασίλισσα Θεοδώρα πέθανε το 1280, σε ηλικία 70 ετών και ετάφη στον νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου που μετέπειτα πήρε το όνομά της. Μέσα σε μια αργυρή λάρνακα στον ναό βρίσκονται τα λείψανά της, τα οποία περιφέρονται με μεγαλοπρέπεια στην λιτανεία της 11ης Μαρτίου. Η ανακήρυξή της ως Αγία έγινε από τους ίδιους τους Αρτινούς για να τιμήσουν την αφοσίωσή της στον Θεό και το μεγάλο φιλανθρωπικό της έργο.