Αυτό καταδεικνύνουν τα στατιστικά στοιχεία, αλλά με μια δεύτερη ματιά δεν φαίνεται να αποδίδουν την πραγματικότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, υπενθυμίζουν εμπειρογνώμονες.
Είναι πραγματικά σπάνιο το φαινόμενο να προκαλεί αντιδράσεις σε ολόκληρη τη Γερμανία ένα υπουργικό συμβούλιο της Βαυαρίας. Τι συνέβη; Ο βαυαρός υπουργός Εσωτερικών Γιόαχιμ Χέρμαν παρουσίασε στατιστικά στοιχεία για την εγκληματικότητα στο κρατίδιο. Λιγότερες διαρρήξεις, λιγότερες κλοπές, αλλά διπλασιασμός των εγκληματικών πράξεων σεξουαλικού προσανατολισμού το πρώτο εξάμηνο το 2017.
«Ύποπτος δεν σημαίνει και δράστης»
Από τις 685 εγκληματικές πράξεις οι 126 διεπράχθησαν από μετανάστες, η αύξηση ήταν της τάξης του 90%. Οι αριθμοί προκαλούν αποτροπιασμό, αλλά εγκληματολόγοι δεν δίνουν και μεγάλη σημασία. «Οι αριθμοί καταπλήσσουν», υποστηρίζει ο Ραλφ Κέλμπερ, εγκληματολόγος στο Πανεπιστήμιο Λούντβιχ Μαξιμίλιαμ του Μονάχου. «Αλλά κατά τη δική μου εκτίμηση η αύξηση δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα». Τότε πως εξηγείται η ραγδαία αύξηση; Οι αριθμοί του βαυαρικού υπουργείου Εσωτερικών είναι προσωρινά στοιχεία της αστυνομικής στατιστικής υπηρεσίας και σε μια στατιστική συμπεριλαμβάνονται αδικήματα, για το οποία η αστυνομία διεξάγει έρευνες σε βάρος υπόπτων. Ένας ύποπτος δεν είναι απαραίτητα και δράστης.
«Τα στατιστικά για υπόπτους τέλεσης αδικημάτων δεν είναι αξιόπιστα, όταν πρόκειται να καταγράψει κανείς την πραγματική εγκληματικότητα» υποστηρίζει ο Κρίστιαν Πφάιφερ από το Ινστιτούτο Εγκληματολογικών Ερευνών της Κάτω Σαξονίας. Από την άλλη η ετοιμότητα ποινικής δίωξης σεξουαλικών εγκλημάτων είναι πολύ μικρή. Έρευνα που έκανε το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικογένειας το 2102 κατέδειξε ότι μόνο 8% των θυμάτων ζητά τη βοήθεια της αστυνομίας. Κυρίως το ποσοστό μηνύσεων για σεξουαλικές επιθέσεις από το ιδιωτικό ή εργασιακό περιβάλλον είναι αδιευκρίνιστο. Όταν όμως θύμα και δράστης δεν γνωρίζονταν τότε η ετοιμότητα ποινικής δίωξης του δράστη είναι μεγαλύτερη.
Η δύναμη των αριθμών σε προεκλογική περίοδο
«Για την ποινική δίωξη των ξένων υπάρχει μεγαλύτερη ετοιμότητα από ότι για τους ντόπιους» υποστηρίζει ο Ραλφ Κέλμπερ. Η μελέτη του έδειξε ότι μόνο το 18% των θυμάτων διώκουν ποινικά ντόπιους δράστες, αλλά για ξένους φτάνει το 44%. Αυτό το εύρημα αλλοιώνει την συνολική εικόνα και δείχνει ότι έχει αυξηθεί η διάθεση των θυμάτων να διώκουν τους βιαστές τους, ένα καλό σημάδι. Μετά τις επιθέσεις τη Πρωτοχρονιάς του 2015 στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Κολωνίας οι συζητήσεις για την καμπάνια «Όχι σημαίνει όχι» ίσως να συνέβαλαν στην μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση. «Ίσως να ισχύει και για θύματα παλιότερων σεξουαλικών επιθέσεων, δεδομένου ότι τα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας περιλαμβάνουν ολοκληρωμένες ανακρίσεις που δεν έχουν σχέση με τον χρόνο τέλεσης της εγκληματικής πράξης. Επιπλέον, τα επικαιροποιημένα κριτήρια μπορεί να έχουν επηρεάσει τις στατιστικές. Μετά τα γεγονότα της Κολωνίας το νομικό καθεστώς εγκλημάτων σεξουαλικού προσανατολισμού αυστηροποιήθηκε. Από το τέλος του περασμένου χρόνου η παράγραφος 177 του Ποινικού Κώδικα ρυθμίζει το συγκεκριμένο αδίκημα με πιο αυστηρό τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εγκληματικές πράξεις που εμπίπτουν σε αυτό το άρθρο είναι περισσότερες, πράγμα που οδηγεί σε περισσότερες μηνύσεις χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι αυξήθηκαν στην πραγματικότητα και τα κρούσματα, όπως υποστηρίζει ο Βάλτερ Κρέμερ, στατιστικολόγος από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Ντόρτμουντ.
Τότε, γιατί δίδεται τόση πίστη με τόση ευκολία; «Διότι εκπέμπουν μια σχετική αυθεντία και ταιριάζουν με την κυρίαρχη άποψη» πιστεύει ο Κρέμερ. «Στην πραγματικότητα δεν δημοσιοποιούνται στατιστικά ευρήματα 6 μηνών, γιατί είναι λιγότερο αξιόπιστα» απορεί και ο εγκληματολόγος Πφάιφερ που το συνδέει με την προεκλογική εκστρατεία και τις θέσεις που θέλει να περάσει ο καθένας. Μια άκριτη ματιά στα στατιστικά στοιχεία οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα. Ο υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας έσπευσε να προσθέσει μετά την ανακοίνωση των στατιστικών στοιχείων ότι «στόχος μας είναι να καταπολεμήσουμε τα σεξουαλικά αδικήματα ακόμη και στους προσφυγικούς καταυλισμούς, κι σε αυτό ανήκουν ο αποτελεσματικός περιορισμός των μεταναστών και η συνεπής απέλαση εκείνων των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε».