Δεκαετίες μετά την αποδοχή και κατανόηση της επιστήμης της κλιματικής αλλαγής, δεν έχει καθοριστεί σταθερή τιμή για τον άνθρακα και οι περισσότερες εταιρείες εξακολουθούν να εκπέμπουν ελεύθερα διοξείδιο του άνθρακος και άλλους ρύπους. Καθώς οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή θα γίνονται αντιληπτές ακόμα περισσότερο στο μέλλον, είναι πιθανό να δούμε αυστηρότερους νόμους και πολίτες σε όλο τον κόσμο να απαιτούν δράση για το κλίμα.
Σε έρευνα που υλοποιήσαμε στο Χάρβαρντ, διαπιστώσαμε ότι για τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες των ΗΠΑ το 2018, τα λειτουργικά έσοδα ανέρχονταν σε 182 δισ. δολάρια και το μέσο περιθώριο λειτουργίας στο 11%. Για την ίδια χρονιά, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών των εταιρειών αποτιμώνται σε 71 δισ. δολάρια, εκ των οποίων η συντριπτική πλειονότητα προέρχεται από τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Αυτό το ποσό αντιστοιχεί κατά μέσον όρο στο 49% των λειτουργικών εσόδων. Εάν αυτοί οι οργανισμοί υποχρεώνονταν να πληρώσουν για τη ρύπανση που προκαλούν, τα περιθώρια λειτουργίας τους θα μειώνονταν στο 7%.
Για εκείνους που βλέπουν την κλιματική αλλαγή ως μια μακρινή πρόκληση, αξίζει να διευκρινιστεί ότι οι περισσότερες από τις επιπτώσεις της επηρεάζουν αρνητικά την ανθρώπινη υγεία και την ικανότητα εργασίας. Ενδεικτικά αναφέρονται το θερμικό στρες, η πρόσθετη επιβάρυνση ασθενειών, η αφυδάτωση, οι πλημμύρες, ο υποσιτισμός λόγω μειωμένης ικανότητας παραγωγής τροφίμων φυτικής και ζωικής προέλευσης κ.λπ. Στην πραγματικότητα, από τα 71 δισ. δολάρια περιβαλλοντικής ζημίας των παραπάνω οργανισμών, τα 67 δισ. δολάρια συνδέονται άμεσα με το κόστος υγείας όλων μας.
Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα διαταράξει σημαντικά τις επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, φέρνοντας σημαίνουσε αλλαγές στους τομείς της ενέργειας, της γεωργίας, των μεταφορών και της διαχείρισης ακινήτων. Η Tesla εισήλθε στην αυτοκινητοβιομηχανία το 2003 για να δημιουργήσει ένα μέλλον στο οποίο τα ηλεκτρικά οχήματα θα αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά οχήματα εσωτερικής καύσης, αλλάζοντας δραστικά τη δυναμική της βιομηχανίας. Σήμερα η Tesla είναι η εταιρεία αυτοκινήτων με τη μεγαλύτερη αξία στην Ιστορία, με κεφαλαιοποίηση υψηλότερη από εκείνη της General Motors και της Ford μαζί, ενώ οι παγκόσμιες αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ανακοινώσει ότι σχεδιάζουν να επενδύσουν 300 δισ. δολάρια στην τεχνολογία ηλεκτρικών οχημάτων τα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια.
Τέτοιες επιχειρήσεις που λειτουργούν για να πετύχουν τον εταιρικό τους στόχο (purpose-driven) είναι πολύ πιο πιθανό να οδηγήσουν στον μετασχηματισμό και στην καινοτομία, που είναι απαραίτητα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Είναι επίσης σε ιδανική θέση να ηγηθούν των προσπαθειών συνεργασίας που είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο. Στη γεωργία, για παράδειγμα, η εκτεταμένη ανησυχία ότι η κλιματική αλλαγή απειλεί την προμήθεια βασικών προϊόντων, όπως το φοινικέλαιο, τα ψάρια και το κακάο, σε συνδυασμό με τον φόβο ότι ο κλάδος να βρεθεί υπόλογος ότι συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή, οδήγησε ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες να ξεκινήσουν τη μετάβαση σε βιώσιμες γεωργικές και αλιευτικές πρακτικές.
Οι εταιρείες που ηγούνται της μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα ξεκινούν ενσωματώνοντας την ανάλυση σεναρίων κινδύνων και ευκαιριών κλιματικής αλλαγής σε όλες τις δραστηριότητές τους, από την έρευνα και ανάπτυξη έως τις δαπάνες κεφαλαίου και τις διαδικασίες προμηθειών. Εξίσου σημαντικό είναι τα μέλη των διοικητικών συμβούλιων να γνωρίζουν το αντικείμενο και να ενημερώνονται για τις εξελίξεις, ώστε να είναι σε θέση να επιβλέψουν τις δραστηριότητες των εταιρειών. Αυτό σημαίνει ότι οι επιτροπές αποδοχών παρέχουν τα κατάλληλα κίνητρα και ότι οι επιτροπές ελέγχου διασφαλίζουν τη διαφανή πληροφόρηση των επενδυτών.
Αν μια εταιρεία προσδιορίσει μια εσωτερική τιμή άνθρακα, λογικά θα οδηγηθεί σε πιο βιώσιμες επενδύσεις. Οι πληρέστερες και ορθότερες μετρήσεις της ελκυστικότητας και του ανθρακικού αποτυπώματος της χρήσης των προϊόντων της θα της επιτρέψουν να αναπτυχθεί επενδύοντας σε τομείς και προϊόντα ανθεκτικά στην κλιματική αλλαγή. Η εταιρεία χημικών Solvay διαπίστωσε ότι τα τελευταία 3 χρόνια τα προϊόντα της που παρέχουν λύσεις φιλικές για το κλίμα και το περιβάλλον παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων, ενώ τα προϊόντα της που συνεισφέρουν στην κλιματική αλλαγή παρουσίασαν μείωση πωλήσεων. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Danone, οι εταιρείες καλούνται να δημοσιοποιούν τα προσαρμοσμένα κέρδη τους ανά μετοχή, συνυπολογίζοντας το ανθρακικό τους αποτύπωμα, σύμφωνα με την παγκόσμια τάση για σταθμισμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις, όπου έχει συνυπολογιστεί ο αντίκτυπος των εταιρειών στην κοινωνία και το περιβάλλον (impact weighted financial accounts).
Η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα απαιτεί προσεκτική εξέταση της πορείας, της ταχύτητας και του μεγέθους της. Τόσο οι διευθυντές όσο και τα μέλη της ανώτατης διοίκησης πρέπει να προετοιμαστούν τώρα.
Γιώργος Σεραφείμ
Καθηγητής του Harvard Business School, κάτοχος της έδρας Charles M. Williams