Κάθε δεκαετία που περνά, αυξάνεται στην Ελλάδα ο αριθμός των πολύ ζεστών ημερών και παράλληλα μειώνεται ο αριθμός των πολύ κρύων βραδιών μέσα στη χρονιά, κάτι που έχει επιπτώσεις στην υγεία και στην ευεξία των κατοίκων της Ελλάδας, σύμφωνα με μια μελέτη ερευνητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), η οποία δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό κλιματολογίας «International Journal of Climatology».
Σημαντική αύξηση καταγράφεται στον αριθμό των «ζεστών ημερών» (ημέρες που κάποιος αισθάνεται δυσφορία λόγω της ζέστης), με μέσο ρυθμό πέντε πρόσθετων ημερών ανά δεκαετία. Οι μεγαλύτερες τάσεις αύξησης εμφανίζονται στη δυτική και στη βόρεια Ελλάδα.
Στα Ιωάννινα, για παράδειγμα, οι «ζεστές ημέρες» αυξάνονται με ρυθμό έξι ημερών ανά δεκαετία. Στην ήδη ευάλωτη στη ζέστη Λάρισα και γενικότερα τη Θεσσαλία, ο ρυθμός αύξησης φτάνει τις τέσσερις ημέρες ανά δεκαετία, όσο και στην Αττική. Αρκετά μικρότεροι είναι οι ρυθμοί αύξησης στην Κρήτη και τη Ρόδο (δύο και τρεις μέρες αντίστοιχα), γεγονός που σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στην ευεργετική δράση των εποχιακών ανέμων βορείων διευθύνσεων (μελτέμι).
Από την άλλη, στην Ελλάδα καταγράφεται σημαντική μείωση του αριθμού των «κρύων νυχτών» (νύκτες που κάποιος αισθάνεται δροσιά/κρύο) με μέσο ρυθμό επτά νυχτών ανά δεκαετία. Με άλλα λόγια, οι νύχτες στην Ελλάδα γίνονται πιο ζεστές, περιορίζοντας σημαντικά τα χρονικά διαστήματα, στα οποία κάποιος μπορεί να ανακουφιστεί από την αίσθηση της ζέστης, ιδιαίτερα σε περιόδους καύσωνα.