ελικά το κουμπί το πάτησε ο Τραμπ. Ο Αμερικανός πρόεδρος βούτηξε τα σπίρτα στη βενζίνη και έβαλε φωτιά τη Μέση Ανατολή. Ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και έδωσε εντολή στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ να ξεκινήσει τις διαδικασίες για τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην ιστορική πόλη. Πρόκειται για μια απόφαση που εκτροχιάζει κάθε ελπίδα που υπήρξε για ειρήνη στην περιοχή γεννημένη από την αναγνώριση της κατοχής παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ. Γιατί όμως ο Τραμπ πήρε αυτή την απόφαση, ανατρέποντας την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή εδώ και επτά δεκαετίες;
Από τότε που η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγνώρισε το Ισραήλ το 1948, η θέση των Αμερικανών αναφορικά με τη σύγκρουση Ισραήλ και Παλαιστινίων είναι σαφής. Αλλά ενώ οι ΗΠΑ ήταν πάντα υπέρ του Ισραήλ και ο πιο στενός σύμμαχος της χώρας, στην υπόθεση της Ιερουσαλήμ – έως τώρα – συμμορφώνονταν, τουλάχιστον θεωρητικά, με το διεθνές δίκαιο και ακολουθούσαν την παγκόσμια συναίνεση στο ζήτημα.
Η θέση των ΗΠΑ έως τώρα
Οι ΗΠΑ πολλές φορές άσκησαν βέτο σε ψηφίσματα υπέρ της Παλαιστίνης και σαφέστατα στήριξαν τον ισραηλινό εποικισμό στη Δυτική Όχθη αλλά ακολουθούσαν τις άλλες χώρες στο ζήτημα της Ιερουσαλήμ αρνούμενες – σε κυβερνητικό επίπεδο – να αναγνωρίσουν τη μονομερή προσάρτηση της Ανατολικής πόλης από το Ισραήλ. Άρα συνέχιζαν να δέχονται – θεωρητικά – ότι αυτό το κομμάτι της πόλης ήταν κατεχόμενο έδαφος, όπως η Γάζα, η Ναμπλούς ή η Ραμάλα.
Ο διεθνής νόμος ορίζει σαφώς ότι οι Ισραηλινοί δεν επιτρέπεται να αλλάξουν το καθεστώς των περιοχών που βρίσκονται υπό τη στρατιωτική τους ηγεμονία. Η τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης, η οποία δημιουργήθηκε για να ρυθμίσει ζητήματα περιπτώσεων μακροχρόνιας κατοχής, προβλέπει ακριβώς αυτό: αντιτίθεται σαφέστατα στην αλλαγή καθεστώτος μιας περιοχής από τη δύναμη κατοχής.
Στο παρελθόν, το Κογκρέσο των ΗΠΑ, το οποίο έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί «κατεχόμενη από το Ισραήλ περιοχή», έχει ψηφίσει, αρκετούς νόμους υπέρ του Ισραήλ που παραβιάζουν τα παραπάνω. Ο νόμος για την πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ ψηφίστηκε το 1995 και ήταν ένας από αυτούς τους νόμους.
Ωστόσο, επέτρεπε στον πρόεδρο να υπογράφει την αναστολή του κάθε έξι μήνες για να αποφύγει μια τόσο δραστική απόφαση. Από τότε κάθε πρόεδρος υπέγραφε αυτή την αναστολή. Ο Ντόναλντ Τραμπ την υπέγραψε επίσης τον Ιούνιο του 2017. Κατόπιν ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ ανέλαβε επισήμως να εργαστεί για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή.
Ο Τραμπ ανακοινώνει την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ
Russiagate και αλλαγή πλεύσης
Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν τους τελευταίους έξι μήνες. Ο Κούσνερ βρέθηκε στο επίκεντρο του σκανδάλου για την ρωσική εμπλοκή στις αμερικανικές εκλογές, ενώ παράλληλα η επιρροή του αντιπροέδρου Μάικ Πενς στον κύκλο του Τραμπ αυξήθηκε. Ο Πενς έχει υπάρξει εδώ και καιρό μια από τις πιο δυνατές φωνές υπέρ της μετεγκατάστασης της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. Και τελικά πέτυχε το σκοπό του.
Οι ΗΠΑ γίνονται η πρώτη χώρα που θα αποκτήσει πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ κι αυτό ανατρέπει δεκαετίες διεθνούς συναίνεσης για το καθεστώς της πόλης. Σε κάθε περίπτωση είναι μια κίνηση που αντανακλά την έλλειψη κατανόησης της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης και τον ρόλο της Ιερουσαλήμ σε αυτήν, καθώς η ιστορική πόλη δεν είναι μόνο παλαιστινιακό ζήτημα, είναι επίσης αραβικό και ισλαμικό. Επίσης η πόλη είναι ένα σημαντικό σύμβολο για τους χριστιανούς και τους ειρηνιστές ανθρώπους οποιασδήποτε θρησκείας σε όλο τον κόσμο.
Οι αντιδράσεις
Οι ΗΠΑ κατά πάσα πιθανότητα θα μείνει η μόνη χώρα που θα έχει πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ ανοίγοντας διάφορα μέτωπα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη δηλώσει ότι δεν θα υποστηρίξει μια τέτοια μονομερή απόφαση. Ο Αραβικός Σύνδεσμος και ο Οργανισμός Ισλαμικών Κρατών, επίσης. Ο ΟΗΕ έχει προειδοποιήσει τον Τραμπ για τις συνέπειες. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απείλησε ήδη ότι θα μειώσει τους διπλωματικούς δεσμούς με το Ισραήλ. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται η αντίδραση της συμμάχου των ΗΠΑ, Σαουδικής Αραβίας.
Τα αμερικανικά ΜΜΕ, ήδη πριν τις ανακοινώσεις Τραμπ, έκαναν λόγο για επικίνδυνη πολιτική στάση του Αμερικανού Προέδρου που θα μπορούσε να προκαλέσει γενικευμένη αναταραχή ή ακόμη και πόλεμο στη Μέση Ανατολή, ενώ παράλληλα πυροδοτήθηκε η συζήτηση για το τι έχει να κερδίσει ο Τραμπ προσωπικά και οι ΗΠΑ από αυτή την απότομη και υψηλού ρίσκου στροφή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Ακόμη και οι Αμερικανοί πολίτες απορρίπτουν την απόφαση. Μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Brookings, που αφορούσε την μετεγκατάσταση της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, έδειξε ότι το 63% των Αμερικανών είναι αντίθετο ενώ το 31% είναι υπέρ. Οι Δημοκρατικοί δήλωσαν στην μεγάλη πλειοψηφία τους κατά της μετεγκατάστασης ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι παρουσιάστηκαν διχασμένοι.
Τι είναι αυτό που θέλει ο Τραμπ;
Οι επικριτές του Τραμπ του χρεώνουν πως ενεργεί, όχι με βάση μια συνεκτική στρατηγική εθνικής ασφάλειας, αλλά επιδιώκοντας προσωπικούς στόχους, σε μια εποχή που χρειάζεται απεγνωσμένα να δείξει στην πολιτική του βάση ότι κάνει πράξη τις προεκλογικές του υποσχέσεις. Πρόκειται για μια εποχή σκανδάλων – με βασικότερο το Russiagate – που αγγίζουν τον στενό πυρήνα των συνεργατών του και κατά πάσα πιθανότητα τον ίδιο.
Ο Τραμπ είχε δεσμευτεί για την μετεγκατάσταση της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ προεκλογικά. Ήταν κάτι που υποσχέθηκε στους πιο συντηρητικούς υποστηρικτές του, στους ευαγγελιστές, σε πλούσιους δωρητές των Ρεπουμπλικάνων, στην Αμερικανική Επιτροπή Δημόσιων Υποθέσεων του Ισραήλ – ένα ισχυρό λόμπι – αλλά και στα «γεράκια» της εθνικής επιτροπής του κόμματός του. Πρόκειται για αυτούς που τον στηρίζουν πολιτικά και οικονομικά.
Στον αντίποδα όμως αυτό που διακινδυνεύει – εκτός από τις βίαιες αντιδράσεις στην Παλαιστίνη – είναι να βλάψει τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας του με συμμάχους της, τόσο στη Μέση Ανατολή, όσο και στην Ευρώπη. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ εκτιμάται ότι θα απομονώσει τις ΗΠΑ σε ένα από τα πιο ευαίσθητα διπλωματικά ζητήματα στον κόσμο.
Εντός της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης υποβαθμίζουν το ζήτημα σε σχέση με την διαδικασία της ειρήνευσης στην Μέση Ανατολή. Και ο ίδιος ο Τραμπ στις δηλώσεις του, υποστήριξε ότι οι ΗΠΑ παραμένουν βαθιά δεσμευμένες στην προσπάθεια για τη διευκόλυνση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, αποδεκτής τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστίνιους. «Οι ΗΠΑ θα στηρίξουν τη λύση των δύο κρατών, εφόσον συμφωνηθεί και από τις δύο πλευρές», τόνισε.
Μπουρλότο στην ειρηνευτική συμφωνία
Στην πραγματικότητα όμως αυτό που έκανε ήταν να βάλει φωτιά στην όποια συμφωνία θα μπορούσε να υπάρξει. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου ήδη διεμήνυσε ότι η οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Η πλευρά της Παλαιστίνης έκανε λόγο για κήρυξη πολέμου ενώ η Χαμάς είχε ήδη προειδοποιήσει για αναβίωση της Ιντιφάντα και μετά την ανακοίνωση της απόφασης είπε προς τον Αμερικανό πρόεδρο ότι «άνοιξε τις πύλες της κολάσεως».
Όσο για τα κίνητρα του Τραμπ υπάρχουν κι άλλες αναγνώσεις. Για παράδειγμα ο Τζος Ρουέμπνερ, αναλυτής της αμερικανικής εκστρατείας για τα Παλαιστινιακά Δικαιώματα, υποστηρίζει ότι η απόφαση του Τραμπ είναι κατά πάσα πιθανότητα μέρος μιας στρατηγικής για να πιέσει τους Παλαιστίνιους να αποδεχτούν μια κακή, για τους ίδιους, συμφωνία, όταν ο Τραμπ κατεβάσει την ειρηνευτική του πρόταση στις αρχές του επόμενου έτους.
Μια άλλη ερμηνεία που υποστηρίζει ο Σίμπλει Τελχάμι, υπεύθυνος της έρευνας του Ινστιτούτου Brookings, είναι ότι πρώτον οι σύμβουλοι του Τραμπ είναι «απίστευτα άπειροι, ζουν σε μια φούσκα» και τον οδηγούν σε έναν επικίνδυνο δρόμο. Πιθανόν επίσης ο Τραμπ να ήθελε να επιτύχει μια ειρηνευτική συμφωνία αλλά στην πορεία αυτό άρχισε να φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο κι εκείνος άρχισε να αναζητά μια διέξοδο. «Η ομάδα του Τραμπ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία του αιώνα δεν είναι εφικτή και είναι καλύτερα να ρίξουμε το φταίξιμο σε κάποιον άλλο από ότι στον εαυτό μας», λέει ο Τελχάμι.
Για τον Ρουέμπνερ, η πραγματικότητα είναι πιο ζοφερή. Ο Κούσνερ, ο Γκρίνμπλατ και οι φίλοι τους στο υπουργικό συμβούλιο του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, δεν σχεδίαζαν ποτέ να προσφέρουν μια πραγματική συμφωνία στους Παλαιστίνιους. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ θα εξαγριώσει τους Άραβες και θα αναγκάσει τον Αμπάς να φύγει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
«Παρά τη ρητορική περί μιας λύσης δυο κρατών, είναι ιδεολογικά δεσμευμένοι στην διατήρηση από το Ισραήλ του 100% του ελέγχου της ιστορικής Παλαιστίνης, χωρίς να αναγνωρίζει εθνικά ή ανθρώπινα δικαιώματα στον παλαιστινιακό λαό».