Το Soul Fire Farm στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης παρέχει φρέσκα, θρεπτικά αγροτικά προϊόντα στις μη προνομιούχες κοινότητες. Πρόκειται για μία ιδέα που έγινε πράξη μέσω του ακτιβισμού και που επί της ουσίας δίνει μια ηχηρή απάντηση σε αυτό που η εμπνεύστρια του αποκαλεί το «απαρτχάιντ» της τροφής.
Καθώς το κόστος ζωής ανεβαίνει και οι μισθοί παραμένουν ίδιοι, εκατομμύρια άνθρωποι εξασφαλίζουν με δυσκολία τροφές οι οποίες είναι πραγματικά θρεπτικές.
Όπως γράφει το alternet.org, η οικονομική ανισότητα και η έλλειψη πρόσβασης σε φρέσκα αγροτικά προϊόντα αποτελούν τους βασικούς παράγοντες ενός μεγάλου όσο και γνωστού προβλήματος. Οι φτωχές, μη προνομιούχες κοινότητες έχουν πλημμυρίσει με fast food. Για τους εργαζόμενους με χαμηλά μεροκάματα, ένα γεύμα της τάξης των 5.20 δολαρίων από το McDonald’s είναι πολύ δελεαστικό όταν σε κάθε γωνιά υπάρχει και ένα McDonald’s. Συνεπώς, οι εν λόγω κοινότητες καθίστανται πολύ πιο ευάλωτες σε θανάτους και ασθένειες οι οποίες σχετίζονται με τις «πλαστικές» τροφές των fast food.
Δεν πρόκειται για σύμπτωση: Οι εταιρείες γρήγορου φαγητού έχουν 60% καλύτερες πιθανότητες πώλησης όταν διαφημίζουν τα προϊόντα τους σε παιδιά που ζουν στις γειτονιές των Αφροαμερικανών παρά όταν τα διαφημίζουν στις γειτονιές των λευκών Αμερικανών.
«Η βιομηχανία γρήγορου φαγητού επικεντρώνεται δυσανάλογα στους Αφροαμερικανούς», εξηγεί η Leah Penniman, διευθύντρια του Soul Fire Farm.
Από την άλλη, οι αγορές αγροτικών προϊόντων -αυτό που εμείς ονομάζουμε «λαϊκή»- γίνονται κατά κανόνα στις γειτονιές των λευκών. Σε μια γειτονιά λευκών είναι τρεις φορές πιο πιθανό να συναντήσει κανείς καταστήματα υγιεινής διατροφής και παραδοσιακά μικρά παντοπωλεία με φρέσκα φρούτα και λαχανικά από ό, τι σε μια γειτονιά Αφροαμερικανών.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι το μάρκετινγκ εφαρμόζει τις ίδιες πρακτικές και στις γειτονιές των φτωχών και μη προνομιούχων. Μάλιστα, η προσφιλής τακτική των εταιρειών είναι πώληση προϊόντων σε συνδυασμό με προσφορές παιχνιδιών που απευθύνονται σε παιδιά. Αλλά αυτή η πολιτική έχει τελικά, τρομερές συνέπειες για τη δημόσια υγεία.
Η κατανάλωση γρήγορου φαγητού στις νεαρές ηλικίες συνδέεται με δια βίου προβλήματα, όπως τα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας και επιπέδων ινσουλίνης. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των παιδιών που σε καθημερινή βάση καταναλώνει τουλάχιστον ένα γεύμα σε fast food ξεπερνάει στις γειτονιές αυτές το 30%.
«Αν θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι ζωές των μαύρων πολιτών μετράνε, είναι αδύνατο να αγνοήσουμε τον ρόλο της αγροτικής παραγωγής και της τροφής» λέει η Penniman.
Η αγάπη της για τη γη ξεκίνησε από νεαρή ηλικία. Μεγαλώνοντας στη μοναδική οικογένεια Αφροαμερικανών που ζούσε στη γειτονιά του Albany, η μικρή Leah γνώρισε από παιδί τί σημαίνει bullying. Το δάσος έγινε η καταφυγή της. Όπως λέει η ίδια, την υποδέχθηκε με ανοιχτές αγκάλες.
Η αγάπη για τη γη μετατράπηκε σε πάθος για την προστασία του περιβάλλοντος, που με τη σειρά του έγινε μέρος του αγώνα για την πρόσβαση σε τροφές υψηλής διατροφικής αξίας.
Το Soul Fire Farm έγινε μια άμεση απάντηση στο «απαρτχάιντ» της τροφής.
«Στόχος ήταν να δημιουργήσουμε ένα αγρόκτημα με εθελοντές οι οποίοι θα έκαναν παράδοση αγροτικών προϊόντων χαμηλού κόστους σε οικογένειες που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές», θυμάται η Penniman.
«Το απαρτχάιντ της τροφής είναι ένα σύστημα που επινόησαν κάποιοι προκειμένου να απομακρύνουν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων από τα φρέσκα αγροτικά προϊόντα και άλλες να τις αποκλείσουν παντελώς. Όλο αυτό καταλήγει σε επιδημία διαβήτη, καρδιακών παθήσεων, παχυσαρκίας και άλλων σχετικών με τη διατροφή ασθενειών που μαστίζουν συγκεκριμένες κοινότητες», εξηγεί.
Το αγρόκτημα διευθύνεται από την Penniman, τον σύζυγό της, τα δύο παιδιά τους και μια ομάδα εθελοντών που παραδίδουν τα φρέσκα προϊόντα.
Οι μαύροι και λατίνοι αγρότες
Ένα άλλο, εξίσου συστημικό ζήτημα αφορά την έλλειψη πολυμορφίας στην ιδιοκτησία των αγροκτημάτων. Οι Αφροαμερικανοί αγρότες είναι σχεδόν ανύπαρκτοι εξαιτίας της άνισης κατανομής των κρατικών επιδοτήσεων. Αποτελούν μόλις το 1,4% των 3.2 εκατομμυρίων αγροτών στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους ισπανόφωνους.
«Το 80% του φαγητού μας καλλιεργείται από ισπανόφωνους, αλλά μόνο το 3% των αγροκτημάτων ανήκει και ελέγχεται από ισπανόφωνους», λέει η Penniman.
Μπορεί τη δεκαετία του 1930, οι Ηνωμένες Πολιτείες να άλλαξαν την εργατική νομοθεσία προκειμένου να διαφυλάξουν τα εργασιακά δικαιώματα, ωστόσο, οι νόμοι απέκλεισαν την εργασία των αγροτών και τις θέσεις εργασίας που παραδοσιακά είχαν οι μαύροι και οι μετανάστες. Λίγο αργότερα, με το πρόγραμμα Bracero, το κράτος άρχισε να εισάγει εργάτες από το Μεξικό. Το πρόγραμμα κατέληξε με εκατομμύρια Μεξικανών χαμηλόμισθων αγροτών, οι οποίοι εργάζονταν χωρίς σχεδόν καμία νομική προστασία.
«Η αγροτική εργασία ήταν πάντα συνώνυμη με τους μαύρους. Και [ιστορικά] οι μαύροι θεωρούνταν λιγότερο άνθρωποι» λέει η Penniman.
Το Soul Fire Farm οργανώνει σε εβδομαδιαία βάση εκπαιδευτικά προγράμματα, στα οποία οι επίδοξοι αγρότες μαθαίνουν τα βασικά τόσο για τη γεωργία αυτή καθαυτή, όσο και για το επιχειρηματικό σκέλος που αφορά τη διανομή και πώληση. Από το 2011 μέχρι σήμερα, το Soul Fire Farm έχει εκπαιδεύσει 291 νέους αγρότες.
Αλληλεγγύη και «Victory Bus»
Το «απαρτχάιντ» είναι κατεξοχήν συστημικό ζήτημα. Όμως, οι κοινοτικές πρωτοβουλίες, όπως το Soul Fire Farm, προσφέρουν πρόσβαση σε γεύματα υγείας και μαθήματα για την προετοιμασία της τροφής.
Κάθε εβδομάδα, η Soul Fire παραδίδει 10-15 διαφορετικά λαχανικά βιολογικής καλλιέργειας στις πόρτες των οικογενειών του Capital District, της περιοχής που κυρίως πλήττεται.
Μέσω ενός προγράμματος που ονομάζεται «Αλληλεγγύη» (Solidarity Share), πελάτες υψηλότερου εισοδήματος πληρώνουν λίγο παραπάνω τα αγροτικά προϊόντα τους, στηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο οικογένειες χαμηλού εισοδήματος.
Στο πρόγραμμα έχουν επίσης πρόσβαση άτομα χωρίς έγγραφα, καθώς και άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον νόμο.
«Ένας από τους φίλους μας ξεκίνησε το πρόγραμμα «Victory Bus». Πρόκειται για ένα λεωφορείο που κάνει τη διαδρομή από τη Νέα Υόρκη στις φυλακές που βρίσκονται στα βόρια της Πολιτείας, για να βοηθήσει τις οικογένειες των φυλακισμένων. Πληρώνοντας όσο ένα εισιτήριο λεωφορείου οι άνθρωποι αγοράζουν τα φρούτα και λαχανικά τους» εξηγεί η Penniman.