Πενήντα χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 1967, το Ισραήλ, με ένα blitzkrieg («μπλίτσκριγκ» – Κεραυνοβόλος πόλεμος») έξι ημερών, καταλαμβάνει τα υπόλοιπα παλαιστινιακά εδάφη στην Δυτική ‘Οχθη και την Λωρίδα της Γάζας, καθώς επίσης τα συριακά υψώματα του Γκολάν και την αιγυπτιακή χερσόνησο του Σινά, ξεκινώντας μια κατοχή που ήδη είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας.
Για τους αραβικούς στρατούς της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, ήταν μια καταστροφική ήττα, γνωστή ως «Naksa», ενώ για τους Παλαιστίνιους σήμαινε την απώλεια όσης πατρίδα τους είχε απομείνει από τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1948-49. Τότε, οι Παλαιστίνιοι είχαν υποστεί μια μεγάλη ήττα, που για τους Άραβες είναι η η «μέρα της καταστροφής», η «Nakba», η εμφάνιση του κράτους του Ισραήλ.
Η επικράτεια που ορίστηκε τότε για το κράτος τους βάσει του σχεδίου των Ηνωμένων Εθνών στις 29 Νοεμβρίου 1947 χωρίστηκε σε τρία μέρη: Το Ισραήλ είχε καταλάβει ένα μέρος, συμπεριλαμβανομένης της Άνω Γαλιλαίας. Η Ιορδανία είχε προσαρτήσει την Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η μικρή Λωρίδα της Γάζας ήταν υπό αιγυπτιακό έλεγχο, αν και διατηρούσε περιορισμένη αυτονομία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η «Nakba» ακολούθησε μια άλλη ήττα: Την συντριβή της Αραβικής εξέγερσης του 1936-9 εναντίον των βρετανικών στρατευμάτων, με παράλληλο αίτημα να σταματήσει η εισροή της εβραϊκής διασποράς. Όπως σημειώνει η «Le Monde diplomatique», η συντριβή της εξέγερσης έγινε από τον βρετανικό στρατό με συμμάχους την σιωνιστική πολιτοφυλακή, η οποία απέκτησε εμπειρία και βρετανικό οπλισμό, με τα οποία κατέστη δυνατή η νίκη το 1948-49.
Η «Nakba», λοιπόν, αποτέλεσε ουσιαστικά τον ματωμένο «πρόλογο» της «Naksa» και ακριβώς έτσι προσλαμβάνεται από τους Παλαιστίνιους η μεταπολεμική ιστορία τους, η οποία, για τους ίδιους, δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια διαρκής προσπάθεια εθνοκάθαρσής τους από το ισραηλινό κράτος. Η αλήθεια είναι πως αυτή η αντίληψη έχει ισχυρά τεκμήρια. Καταρχήν ιδεολογικά: Μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1948-9, ο Moshe Sharett, ο ισχυρός ηγέτης του «εργατικού σιωνισμού» (το «αριστερό», ας πούμε, ιδεολογικό ρεύμα του σιωνιστικού κινήματος) και πρώτος υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, «προφήτευσε» – ως θέληση – ένα ζοφερό μέλλον για τους 700.000 Παλαιστίνιους που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους: «Οι πρόσφυγες θα βρουν τη θέση τους στη διασπορά. Μέσω της φυσικής επιλογής, μερικοί θα επιβιώσουν, άλλοι όχι. Η πλειοψηφία θα γίνουν τα κατακάθια της ανθρώπινης φυλής και θα λιώσουν στα φτωχότερα στρώματα του αραβικού κόσμου».
Το βέβαιο είναι, όπως διαπιστώνει, όχι άδικα, η «Le Monde diplomatique», ότι έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην περιοχή, κάθε νέο σχέδιο που θα την αφορά, θα αφορά, αυτόματα ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή και σχεδόν το σύνολο του μουσουλμανικού κόσμου.
Πρόσφατα, εκατοντάδες Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι προχώρησαν σε απεργία πείνας, δηλώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, ηχηρά και ξεκάθαρα ότι η αντίσταση των Παλαιστινίων συνεχίζεται και πως όλες οι ιδέες περί καταστροφής τους είναι ψευδαισθήσεις.
Αυτή η απεργία πείνας είναι η τελευταία μια ατέρμονης σειράς μεγάλων και μικρών πράξεων αντίστασης, αρχής γενομένης αμέσως μετά τον πόλεμο του 1948. Τότε, το Ισραήλ καταδίκασε την άρνηση των αραβικών χωρών να αφομοιώσουν τους πρόσφυγες τους οποίους εκείνο είχε δημιουργήσει, αλλά οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι, σε μια πρώτη πράξη αντίστασης, απέρριψαν κάθε προσπάθεια να εγκατασταθούν μόνιμα στις χώρες υποδοχής. Αρχικά, απέρριψαν την ιδέα της οικοδόμησης μόνιμων δομών στα προσφυγικά στρατόπεδα. Και παρόλο που η Αίγυπτος, υπό τον Νάσερ, υπέγραψε συμφωνία με την UNRWA (Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες της Παλαιστίνης, που δημιουργήθηκε το 1949) τον Ιούλιο του 1953 για να εγκατασταθούν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες στο Σινά, οι Παλαιστίνιοι απάντησαν με διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στην Γάζα, ενάντια σε αυτό το ενδεχόμενο. Για τους Παλαιστίνιους, η επιστροφή στο σπίτι ήταν το μοναδικό όνειρο.
Ο Ισραηλινός φιλειρηνιστής, Uri Avnery, θυμάται ένα περιστατικό με ένα παιδί όταν υπηρετούσε ως στρατιώτης κατά τον πόλεμο του 1956 (*) στην πρώτη, σύντομη ισραηλινή κατοχή της Γάζας: «Ρώτησα ένα νεαρό ‘Αραβα που ζούσε σε ένα προσφυγικό στρατόπεδο, από πού έρχεται. “Από το Al-Kubab” είπε. Με εξέπληξε αυτή η απάντηση γιατί το αγόρι ήταν επτά ετών. Δηλαδή γεννήθηκε στη Γάζα μετά τον πόλεμο και ποτέ δεν είχε δει καν το Αλ-Κουμπάμπ, ένα χωριό που είχε πάψει να υπάρχει». Τώρα, 60 χρόνια μετά, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι γεννήθηκαν στην εξορία, αλλά η απάντηση των ενηλίκων και των παιδιών παραμένει η ίδια: ανήκουν στο χωριό από το οποίο εκδιώχθηκε η οικογένειά τους. Το σιωνιστικό κίνημα, το οποίο μετέτρεψε μια χιλιετή προσευχή – «τον άλλο χρόνο στην Ιερουσαλήμ» – σε πολιτικό σύνθημα, θα έπρεπε να κατανοεί πλήρως την επιμονή σε αυτήν την απάντηση.
Μετά το «Nakba», το παλαιστινιακό εθνικό κίνημα βασίστηκε σε αυτή την αποφασιστικότητα. Και το περιφερειακό πλαίσιο συνέβαλε σε αυτό. Η δημιουργία του Ισραήλ έπληξε τη Μέση Ανατολή και επιτάχυνε την κατάρρευση των φιλοδυτικών αραβικών καθεστώτων. Ο Νάσερ ήρθε στην εξουσία στην Αίγυπτο το 1952, ο επαναστατικός εθνικισμός αναπτύχθηκε στην περιοχή και η μοναρχία του Ιράκ έπεσε το 1958. Αυτή η ζύμωση και ο ανταγωνισμός μεταξύ των αραβικών χωρών που επιθυμούσαν να σβήσουν τη μνήμη της ταπεινωτικής ήττας τους από το Ισραήλ οδήγησαν την Αραβική Ένωση να δημιουργήσει την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης το 1964, ενώ η Fatah, μία μέχρι τότε άγνωστη οργάνωση, ξεκίνησε τις πρώτες ένοπλες επιχειρήσεις κατά του Ισραήλ τον Ιανουάριο του 1965. Η αραβική ήττα τον Ιούνιο του 1967 δημιούργησε τις συνθήκες υπό τις οποίες ο παλαιστινιακός αγώνας θα αυτονομούνταν. Τον Φεβρουάριο του 1969, ο ηγέτης της Φατάχ, Γιάσερ Αραφάτ, εξελέγη πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής της ΟΑΠ.
Το παλαιστινιακό κίνημα έγινε μέρος του διεθνούς κινήματος ένοπλης αντίστασης: Βιετνάμ, Λατινική Αμερική, Νότια Αφρική. Ο συγγραφέας Jean Genet συνόψισε αυτές τις προσδοκίες στο βιβλίο του, «Prisoner of Love» (1986): Η Παλαιστίνη, έγραψε, ήταν στην καρδιά «μιας μεγάλης επίδειξης πυροτεχνημάτων της επανάστασης, που πηδούσε από τράπεζα σε τράπεζα, όπερα σε όπερα, φυλακή σε δικαστήριο».
Περιορισμένοι στόχοι
Οι Παλαιστίνιοι – που είχαν εμπλακεί σε εσωτερικές συγκρούσεις στο Λίβανο, οι οποίες είχαν ως στόχο τις ισραηλινές επιχειρήσεις στα κατεχόμενα εδάφη και το Λίβανο, και τα θύματα των διαιρέσεων στον αραβικό κόσμο και της περιφερειακής ανάμειξης (από το Ιράκ, τη Συρία και την Ιορδανία) – έπρεπε να μάθουν να ζουν με περισσότερο περιορισμένους στόχους και να αποδεχθούν την ιδέα του μοιράσματος της Παλαιστίνης. Σταδιακά εγκατέλειψαν τον ένοπλο αγώνα και τις «εξωτερικές επιχειρήσεις» – ιδιαίτερα τις αεροπειρατείες – που οδήγησαν τα δυτικά κράτη να τους κατατάξουν ως «τρομοκράτες». Αντ ‘αυτού, επικεντρώθηκαν στη διπλωματία και τις πολιτικές προσπάθειες, δημιουργώντας σχετικά σταθερούς θεσμούς όπως οι οργανώσεις νέων, τα εργατικά συνδικάτα και τα λογοτεχνικά σωματεία.
Η ΟΑΠ απέκτησε διεθνές κύρος και ενισχύθηκε από την μαζική εθελοντική επιστράτευση των παλαιστινιακών πληθυσμών της Δυτικής Όχθης, της Γάζας και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, δηλαδή των περιοχών που καταλήφθηκαν από το Ισραήλ το 1967.
Ο Αραφάτ κλήθηκε να απευθυνθεί στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1974 και η ΟΑΠ αναγνωρίστηκε από την συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, εκτός του Ισραήλ και τις ΗΠΑ, αν και οι τελευταίες άλλαξαν την στάση τους τη δεκαετία του 1990.
Την δεκαετία του 1980, η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, βοήθησε να θεσπιστούν δύο αρχές: το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση και η ανάγκη για διάλογο με τους αντιπροσώπους τους, την ΟΑΠ.
Ωστόσο, πήρε την πρώτη ιντιφάντα, η οποία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1986 και το τέλος του ψυχρού πολέμου, για να φτάσει στο συμφωνητικό του Όσλο, που υπογράφηκε στην Ουάσινγκτον στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 από τον Γιάσερ Αραφάτ και τον ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν με την υποστήριξη του αμερικανικού προέδρου Μπιλ Κλίντον . Ο Αραφάτ ίδρυσε την Παλαιστινιακή Αρχή την 1η Ιουλίου 1994, αρχικά στη Γάζα και την Ιεριχώ. Παρά την ασάφεια των συμφωνιών του Όσλο, έπρεπε να αναγνωριστεί μια σαφής αρχή: «η ανταλλαγή γης για ειρήνη», με τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους παράλληλα με το Ισραήλ εντός των συνόρων της 4ης Ιουνίου 1967.
Ωστόσο χρειάστηκε να γίνει η πρώτη Ιντιφάντα, που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1986, προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ώστε να υπογραφεί η Συμφωνία του ‘Οσλο, στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, από τον Γιάσερ Αραφάτ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Γιτζάκ Ράμπιν, που προωθήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο, Κλίντον.
Ο Αραφάτ ίδρυσε την Παλαιστινιακή Αρχή την 1η Ιουλίου 1994, αρχικά στη Γάζα και την Ιεριχώ. Παρά την ασάφεια των συμφωνιών του Όσλο, έπρεπε να αναγνωριστεί μια σαφής αρχή: «Η ανταλλαγή γης για ειρήνη», με τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ και εντός των συνόρων της 4ης Ιουνίου 1967.
Όπως γνωρίζουμε, αυτή η «ειρηνευτική διαδικασία» απέτυχε. Παρόλο που οι Παλαιστίνιοι έλαβαν περιορισμένη αυτονομία, η καθημερινή τους ζωή επιδεινώθηκε, η ελευθερία κινήσεων περιοριζόταν όλο και περισσότερο από τα σημεία ελέγχου και η οικοδόμηση των ισραηλινών οικισμών στα κατεχόμενα δεν σταμάτησε ποτέ, από καμία ισραηλινή κυβέρνηση, τόσο δεξιά όσο και αριστερή.
Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για αυτή την αποτυχία, αλλά η κύρια, σύμφωνα με την «Le Monde diplomatique», είναι η αποικιοκρατική φύση του σιωνιστικού σχεδίου, η οποίαο τροφοδότησε ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των «αυτόχθονων» λαών και ενθάρρυνε την de facto άρνηση των Ισραηλινών ηγετών να αναγνωρίσουν την ισότητα και το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση. Για την κυβέρνηση του Τελ Αβίβ, η ασφάλεια του Ισραήλ είναι πολύτιμη. Ένας Παλαιστίνιος αξίζει λίγο.
Η καταστολή της δεύτερης Ινιφάντα, η οποία ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 2000, οδήγησε στην αποδυνάμωση της Παλαιστινιακής Αρχής, με την Γάζα να τίθεται υπό τον έλεγχο της ισλαμιστικής Χαμάς και την Δυτική Όχθη υπό την Φατάχ του Αραφάτ. Ωστόσο, υπήρξαν διπλωματικές επιτυχίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η απόδοση, στην Παλαιστίνη, της ιδιότητας του παρατηρητή στον ΟΗΕ και η διπλωματική αναγνώρισή της από περίπου 100 κράτη.
Ένα άλλο επίτευγμα, για τους Παλαιστίνιους, ήταν η εδραίωση της εθνικής ταυτότητας που ξεπέρασε τις τοπικές συμμαχίες και τις διαφορετικές εμπειρίες της εξορίας. Ούτε οι εσωτερικές διαιρέσεις ούτε οι ισραηλινές προσπάθειες κατάφεραν να κάνουν τους Παλαιστίνιους να παραδοθούν. Έμειναν στα σπίτια τους και διεκδίκησαν με περηφάνια την ταυτότητά τους, τόσο στις συνθήκες της κατοχής, όσο και της εξορίας. Στο κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη υπάρχουν περισσότεροι Παλαιστίνιοι (επτά εκατομμύρια, μετρώντας και αυτούς στο Ισραήλ) από τους Εβραίους Ισραηλινούς (έξι εκατομμύρια), γεγονός το οποίο αποτελεί έναν εφιάλτη για τους Σιωνιστές ηγέτες που ονειρεύονταν μια «γη χωρίς ανθρώπους».
Η «αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας» φαίνεται να είναι μια ψευδαίσθηση, όχι όμως για τον πρόεδρο, Μαχμούντ Αμπάς και την «διεθνή κοινότητα», η οποία θεωρεί τη διαχείρισή της ως ζωτικής σημασίας για να δικαιολογήσει την δική της αποτυχία να ενεργήσει ή να καταλήξει σε μια νέα πρόταση βασισμένη στο διεθνές δίκαιο.
Ποια νέα στρατηγική μπορούν να υιοθετήσουν οι Παλαιστίνιοι; Θα χρειαστεί χρόνος για την συγκρότηση ενός νέου σχεδίου, καθώς η φάση που άρχισε με τον πόλεμο του Ιουνίου του 1967 κατέληξε σε οριστικό τέλος με την αποτυχία του Όσλο. Πρέπει οι Παλαιστίνιοι να εγκαταλείψουν την ιδέα να μοιραστούν τη γη και να ζητήσουν μια λύση ενός κράτους; Ή να διαλύσουν την Παλαιστινιακή Αρχή; Και τι γίνεται με τη χρήση της βίας; Ακόμα και η Χαμάς, γνωστή για την πειθαρχία της, δεν απέφυγε την συζήτηση, όπως φαίνεται στο νέο της πρόγραμμα, το οποίο για πρώτη φορά αποδέχεται σαφώς την ιδέα ενός κράτους στα σύνορα του 1967.
Νέοι δρόμοι προς την ελευθερία
Το κίνημα του BDS (για το μποϊκοτάρισμα και την οικονομική πίεση στο Ισραήλ για να σταματήσει την καταπίεση στους Παλαιστίνιους) το οποίο ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2005, ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις από 171 οργανώσει και ΜΚΟ, σηματοδότησε μια νέα φάση στην παλαιστινιακή ιστορία: Ηκοινωνία των πολιτών πήρε τη σκυτάλη από την απογοήτευση με την ανικανότητα των πολιτικών δυνάμεων. Αυτό το μη βίαιο κίνημα για ίσα δικαιώματα, το οποίο ορισμένες δυτικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να ποινικοποιήσουν, είχε ευρεία υποστήριξη, από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Ευρώπη και την Ασία. Αυτό διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα το καλοκαίρι του 2014.
Το ερώτημα είναι γιατί.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, δύο κύριες αιτίες κινητοποίησαν την αλληλεγγύη και την διαμαρτυρία πέρα από σύνορα: Το Βιετνάμ και η Νότια Αφρική. Ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν δεν ήταν η κύρια αιτία της οργής. Η διεθνής κοινή γνώμη είναι επίσης ευαίσθητη στη συμβολική απήχηση μιας κατάστασης. Σε ορισμένα σημεία, μια σύγκρουση μπορεί να υπερβεί τα στενά όρια της γεωγραφίας της, να αποκτήσει παγκόσμια σημασία και να εκφράσει την «αλήθεια» μιας περιόδου. Παρά τις ανισότητες τους, το Βιετνάμ και η Νότια Αφρική βρίσκονταν και οι δύο σε μια νοητή γραμμή μεταξύ Βορρά και Νότου, και οι δύο συγκρούσεις είχαν αποικιακή διάσταση. Αυτό ισχύει και για την Παλαιστίνη, αν και το πλαίσιο είναι διαφορετικό. Η εμπειρία της Νότιας Αφρικής, με το σχέδιο του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου για ένα «έθνος 0- ουράνιο τόξο» που ενσωμάτωσε τους λευκούς αντί να ακολουθήσει τις θεωρίες της «μαύρης εξουσίας», έδειξε ότι οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο ένοπλος αγώνας δεν ήταν πλέον ο μόνος τρόπος.
Περισσότερο από ένα ζήτημα γης, το παλαιστινιακό είναι ζήτημα δικαιοσύνης. Υπερβαίνει τις καθαρά εδαφικές διαφορές. Στα κατεχόμενα εδάφη, ο πληθυσμός αντιμετωπίζει ένα φαινόμενο που εξαφανίστηκε σε άλλα μέρη της Γης: Την αποικιοκρατία. Από το 1967, το Ισραήλ έχει μετοικίσει περισσότερους από 650.000 έποικους στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, πρακτική που το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο θεωρεί έγκλημα πολέμου. Η καθημερινή ζωή των Παλαιστινίων χαρακτηρίζεται από τη δήμευση της γης τους, την καταστροφή των σπιτιών τους, τις συλλήψεις (η πλειοψηφία του ενήλικου αρσενικού πληθυσμού έχει φυλακιστεί κάποια στιγμή στην ζωή του), τα βασανιστήρια, έναν στρατό που πυροβολεί και έναν τείχος. Ένα «αρχιπέλαγος Bantustans» (σσ. τακτική φυλετικού διαχωρισμού ιδιαίτερα διαδεδομένη στο Απαρτχάιντ), όπου οριοθετούνται δρόμοι που προορίζονται για τους Ισραηλινούς. Ο παλαιστινιακός πληθυσμός διέπεται από ειδικούς νόμους, ένα καθεστώς που μοιάζει με απαρτχάιντ με πολλούς τρόπους: Δύο λαοί στην ίδια χώρα (Δυτική Όχθη και Ανατολική Ιερουσαλήμ), Παλαιστίνιοι και έποικοι, υπόκεινται σε διαφορετικούς νόμους και δικαστήρια.
Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μπορούν να καταλάβουν τον αγώνα των Παλαιστινίων, συνδέοντάς τον με τη δική τους εξέγερση κατά των διακρίσεων και των υπέρ των ίσων δικαιωμάτων. Ένας νέος άνθρωπος στη Δύση που αισθάνεται περιθωριοποιημένος μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του στην κατάσταση ενός Παλαιστινίου, όπως μπορεί ένας Ινδός που μπορεί να απελαθεί από τη γη του ή ένας Ιρλανδός που νιώθει περηφάνια για τον αγώνα του κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ακόμη και αν αυτή η αλληλεγγύη δεν εγγυάται τη νίκη, παραμένει ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα των Παλαιστινίων, εξασφαλίζοντας ότι πέρα από τη δική τους αποφασιστικότητα, η υπόθεσή τους θα ζήσει.
Στις 2 Νοεμβρίου 1917, ο λόρδος Balfour υπέγραψε μια επιστολή με την οποία δήλωνε, ότι η άποψη της βρετανικής κυβέρνησης είναι υπέρ της εγκατάστασης στην Παλαιστίνη ενός «εθνικού σπιτιού» για τον εβραϊκό λαό και ότι «θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια διευκολύνοντας την επίτευξη του στόχου αυτού». Όπως έγραψε αργότερα ο Άρθουρ Κέσλερ, «ένα έθνος υποσχέθηκε επισήμως σε ένα άλλο έθνος τη χώρα ενός τρίτου». Αυτή η αποικιακή επιχείρηση ξεκίνησε έναν μακρύ αιώνα αστάθειας, πολέμων, πόνου και μίσους. Τροφοδότησε και συνεχίζει να τροφοδοτεί όλες τις κρίσεις στην περιοχή. Η επίλυση του παλαιστινιακού κατάστασης δεν θα φέρει άμεσα ειρήνη, αλλά όσο διαρκεί η κατοχή, δεν θα υπάρξει ειρήνη ή σταθερότητα στη Μέση Ανατολή.
*Μετά την απόφαση του Νάσετ να εθνικοποιήσει την εταιρεία διαχείρισης της Διώρυγας του Σουέζ, η Γαλλία, η Βρετανία και το Ισραήλ επιτέθηκαν από κοινύ στην Αίγυπτο. Αν και στρατιωτικά ήταν επιτυχής, η επιχείρηση έληξε με ταπεινωτική υποχώρηση των επιτιθέμενων μετά από πίεση των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.