Οι Πανελλήνιες Εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός συμπλήρωσης προκαθορισμένου, από το Υπουργείο Παιδείας, θέσεων. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να γράψει κανείς άριστα, αλλά να γράψει καλύτερα από τους άλλους υποψηφίους, ώστε να πετύχει στη σχολή που θέλει. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει βάση που πρέπει ο υποψήφιος να περάσει για να εισαχθεί στις Ανώτατες Σχολές, ούτε βέβαια η επιτυχία σε κάποια σχολή πιστοποιεί ότι ο υποψήφιος είναι έτοιμος για τις σπουδές του. Χαρακτηριστικά είναι τα ακραία παραδείγματα που βλέπουμε μερικές φορές, όπως στις εισαγωγικές εξετάσεις του 2016 που εισήχθη υποψήφιος με 1560 μόρια, δηλαδή με περίπου 1,5 μέσο όρο στα 4 μαθήματα!
Στον αντίποδα βλέπουμε υποψηφίους που αριστεύουν, συγκεντρώνοντας 18.000 μόρια, να μη μπορούν να σπουδάσουν ιατρική, για παράδειγμα. Συνεπώς το ζητούμενο είναι οι βαθμοί που θα γράψει ο υποψήφιος να είναι αρκετοί για να πετύχει το στόχο του.
Τη στιγμή των εξετάσεων δεν μπορεί να γνωρίζει ο υποψήφιος αν αυτό που φαίνεται ότι γράφει είναι αρκετό. Αυτό εξαρτάται από τη δυσκολία των θεμάτων, που δεν είναι ίδια κάθε χρόνο. Μικρές διαφορές είναι λογικό να υπάρχουν από χρονιά σε χρονιά καθώς οι θεματοδότες αλλάζουν . Το θέμα είναι ότι παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές από χρονιά σε χρονιά που αιφνιδιάζουν τους διαγωνιζόμενους.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι υποψήφιοι την ώρα που γράφουν μπορεί να δουν ότι δεν καταφέρνουν να γράψουν το βαθμό που υπολόγιζαν. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούν να γνωρίζουν αν ο βαθμός, που πιστεύουν ότι γράφουν, θα είναι αρκετός για να πετύχουν στη σχολή που επιθυμούν. Συνεπώς η ψυχραιμία είναι πολύ καλύτερη από τον υπερβολικό ενθουσιασμό ή την απογοήτευση.
Όταν θα ανακοινωθούν οι βαθμοί τότε μία σύγκριση με τα πανελλήνια στατιστικά θα μπορούσε να δώσει μία πρώτη ένδειξη για τη βαθμολογία σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους. Μόνο όταν ανακοινωθούν οι βάσεις θα φανεί αν ο υποψήφιος πέτυχε το στόχο του.