Συναγερμός στα Βαλκάνια για επιπτώσεις από τις ιταλικές τράπεζες
Σε συναγερμό θέτουν οι ιταλικές τράπεζες τις κεντρικές τράπεζες των Βαλκανίων, με συνέπειες και για τις θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών. Οι τελευταίες βρίσκονται αντιμ
έτωπες με νέους περιορισμούς στη διακίνηση της ρευστότητάς τους προς τις μητρικές στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια των τοπικών εποπτικών αρχών να θωρακίσουν τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, οι κεντρικοί τραπεζίτες των βαλκανικών χωρών απέστειλαν επιστολή στις θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών, με την οποία ζητούν πλέον collateral για τη ρευστότητα που αυτές θα κατευθύνουν προς τις μητρικές στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η ρευστότητα που θα μπορούν να διοχετεύουν εφεξής στις ελληνικές μητρικές τράπεζες, θα γίνεται με ενέχυρο ομόλογα του EFSF που θα κατατίθενται στην κεντρική τράπεζα της κάθε βαλκανικής χώρας.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εναλλακτικά με την παροχή collateral, οι βαλκανικές κεντρικές τράπεζες εξετάζουν περιορισμό στην εκροή ρευστότητας από τις θυγατρικές στις μητρικές με όριο ένα ποσοστό (10% – 15%) επί των στοιχείων ενεργητικού της κάθε τράπεζας στην κάθε αγορά.
Σημειώνεται ότι η διοχέτευση ρευστότητας των ελληνικών θυγατρικών προς τις μητρικές τράπεζες στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει να περιορίζεται από πέρσι την άνοιξη υπό τον φόβο να υπάρξει συστημικός κίνδυνος στις βαλκανικές αγορές από την ελληνική κρίση. Σταδιακά μέχρι το καλοκαίρι, δεδομένου ότι ακόμη η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε υπογράψει συμφωνία με τους δανειστές, οι βαλκανικές κεντρικές τράπεζες απαγόρευσαν τη ροή χρηματοδότησης από τις ελληνικές θυγατρικές προς τις μητρικές τράπεζες στην Ελλάδα.
Η ροή αυτή είχε αρχίσει να απελευθερώνεται από φέτος τον Ιανουάριο – Φεβρουάριο. Ωστόσο, μετά την “ωρολογιακή βόμβα” των ιταλικών τραπεζών, οι περιορισμοί επανέρχονται.
Η εντεινόμενη ανησυχία για το ιταλικό τραπεζικό σύστημα που είναι φορτωμένο με 360 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δηλαδή το 1/3 των “κόκκινων” δανείων της ευρωζώνης, σε συνδυασμό με την πολιτική αστάθεια που αντιμετωπίζει η Ιταλία ενόψει του δημοψηφίσματος για την συνταγματική μεταρρύθμιση που θα διεξαχθεί έως το τέλος Οκτωβρίου, αγγίζει έντονα τις χώρες των Βαλκανίων. Ο λόγος είναι η εκτεταμένη παρουσία ιταλικών τραπεζών στην περιοχή, με επικεφαλής τις Intensa και Unicredit.
Οι φόβοι για την υγεία του ιταλικού τραπεζικού συστήματος και για την ικανότητά του να ανακεφαλαιοποιηθεί με ιδιωτικά κεφάλαια, οδήγησαν χθες σε μαζικό ξεπούλημα τις μετοχές των ιταλικών τραπεζών, εικόνα που συνεχίζεται και σήμερα. Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ ζήτησε από την Banca Monte dei Paschi di Siena να μειώσει τα κακά της δάνεια κατά 40% μέσα στα επόμενα 3 χρόνια, αυξάνοντας τις πιέσεις στη Ρώμη και τις Βρυξέλλες να σταθεροποιήσουν το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Κατόπιν αυτού, η ιταλική κυβέρνηση βρίσκεται σε συζητήσεις με την Κομισιόν για ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης των ιταλικών τραπεζών.
Πέραν της αυξημένης ιταλικής τραπεζικής παρουσίας, τον βαθμό ανησυχίας των κεντρικών τραπεζών στα Βαλκάνια μεγεθύνει η παρουσία των αυστριακών τραπεζών (μεγάλη παρουσία στα Βαλκάνια έχουν οι Erste Bank και Raiffeisen). Ο λόγος είναι η ακύρωση των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία, οι οποίες θα διεξαχθούν εκ νέου στα τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου.
Υπό τη σκιά του Brexit, τόσο το ιταλικό δημοψήφισμα που θα είναι καθοριστικό για το μέλλον του Renzi (σημειώνεται ότι η Citigroup το θεωρεί εν δυνάμει τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το πολιτικό τοπίο της Ε.Ε φέτος), όσο και οι αυστριακές εκλογές, καλούν σε αυξημένη επιφυλακή τις κεντρικές τράπεζες των Βαλκανίων.
Μαζί τους, όμως, σε “αναμμένα κάρβουνα” κάθεται και η ΕΚΤ, καθώς πέραν των άλλων, φοβάται για πιθανή αστάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των βαλκανικών χωρών εξαιτίας των επικείμενων εκλογών σε κάποιες χώρες (π.χ. στη Ρουμανία τον Οκτώβριο).
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επικεφαλής της ΕΚΤ Mario Draghi απέστειλε επιστολή στους κεντρικούς τραπεζίτες των Βαλκανίων στην οποία εφιστά την προσοχή τους για τυχόν ελαστικότητα σε “λαϊκίστικες” προεκλογικές υποσχέσεις (ακούγονται υποσχέσεις περί σεισάχθειας και “χαρίσματος” σπιτιών που βαρύνονται με δάνεια) και τους καλεί να παίξουν τον ρόλο τους ως κεντρικές τράπεζες, τηρώντας την ανεξαρτησία τους έναντι πολιτικών παρεμβάσεων.