Βιογραφία
Η
Ροβέλιστα είναι η «Κυρά» της ορεινής Άρτας και το ενεργό γυναικείο
μοναστήρι της είναι το κατ’ εξοχήν μοναστικό προσκύνημα του νομού και
όχι μόνο. Τιμάται στη Γέννηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται 30 χιλιόμετρα
ανατολικά της Άρτας «φυτεμένο» στη μέση δασώδους ερημικής βουνοπλαγιάς
στην περιοχή του Βελετζικού, όπου φτάνει κανείς από παράκαμψη του δρόμου
Άρτας – Καρδίτσας, λίγο πριν την Άνω Καλεντίνη.
Κατά πώς το θέλει η παράδοση η ίδια η Παναγία διάλεξε αυτό το ξάγναντο, λες και το ‘θελε να το ‘χει υποπόδιο της για να κατοπτεύει τις ατέλειωτες λοφοσειρές που απλώνονται μπροστά της – ξεθυμάσματα των βουνών του Ραδοβυζίου – σκεπάζοντας με τη μπόλια της τα χωριά του Δήμου Ηράκλειας, τους ανθρώπους τους και το βιός τους. Η προσωνυμία της προήλθε απ’ το λαϊκό ρήμα ροβολάω που σημαίνει κατηφορίζω και έχει σχέση – πάντα σύμφωνα με την παραπάνω προφορική παράδοση – με την ίδρυση της μονής. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την παράδοση, η εικόνα της Παναγίας «ροβόλαγε» απ’ το σημείο που υπόδειξε ο επίσκοπος Βελεντζικού να γίνει ναός της, σε άλλο σημείο μακρινού δάσους, όπου τη βρήκε – κατά θαυματουργό πάλι τρόπο – ένας βοσκός, οδηγημένος απ’ το φως της που έλαμπε στην ίδια θέση κάθε νύχτα. Το θαύμα ερμηνεύτηκε ως επιθυμία της Παναγίας να κτισθεί ναός της στο σημείο όπου συνεχώς μετατοπιζόταν η εικόνα της, κι έτσι ιδρύθηκε το μοναστήρι. Επειδή πιστεύεται ότι την εικόνα την έφερε απ’ τη Ρωσία κάποιος μοναχός, οι ντόπιοι την ονόμαζαν και «Παναγία Μοσχοβίτισσα».
Δε μας είναι γνωστός ο χρόνος ίδρυσης του αρχικού μοναστηριού. Ο Σεραφείμ Ξενόπουλος αναφέρει το 10ο αιώνα μ.Χ. Δυστυχώς ούτε για τη ζωή του μοναστηριού στα παλιά χρόνια έχουμε στοιχεία, αφού τα χειρόγραφα και τα βιβλία που φυλάσσονταν στη μονή καταστράφηκαν κατά τον ταραχώδη 19ο αιώνα μ.Χ. Γνωρίζουμε μόνο ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτούργησε εκεί Ιερατική σχολή για καταρτισμό των ιερέων της επισκοπής Ραδοβυζίων. Επίσης ότι το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο αλλά και ορμητήριο των αγωνιστών κατά τους εθνικούς αγώνες. Οι Τούρκοι επειδή ενοχλήθηκαν απ’ αυτό εγκατάστησαν στη μονή μόνιμο απόσπασμα από 30 άνδρες, τους οποίους κατέσφαξαν οι Ραδοβυζινοί επαναστάτες το 1854 μ.Χ. Ο τούρκικος στρατός για εκδίκηση κατέστρεψε ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Χάρη στην αυτοθυσία των μοναχών σώθηκε η ασημοστόλιστη πολύ παλιά εικόνα της Παναγίας, ένας χρυσοκέντητος μεγάλος επιτάφιος και δισκοπότηρα του 16ου αιώνα μ.Χ. – όλα ρώσικης προέλευσης.
Το 1856 μ.Χ. ξαναχτίστηκαν τα κελλιά καθώς και ο μικρός ναός – μονόκλιτη σταυρεπίστεγη θολωτή βασιλική με τρούλλο και χορούς. Αυτός ο ναός επειδή είχε υποστεί ρωγμές απ’ τους σεισμούς, κατεδαφίστηκε το 1976 μ.Χ. και στη θέση του ανεγέρθηκε με τη φροντίδα του μακαριστού γέροντα πατρός Μητροφάνη, νέος μεγάλος σταυροειδής με τρούλλο. Πρόκειται για επιβλητικότατο κτίσμα του οποίου η τέχνη και η εξωτερική ποικιλομορφία δίνουν στο σύνολο λαμπρότητα και χάρη. Μπορεί βέβαια – σα νέο κτίσμα που είναι – να μην έχει την υποβλητικότητα του προηγούμενου ναού, όμως «δένει» τόσο αρμονικά με τα λοιπά κτίσματα και το τοπίο, ώστε να μη χάνει ο χώρος καθόλου απ’ την παλιά μυσταγωγική του ατμόσφαιρα. Η παρακολούθηση του όρθρου κάτω απ’ τους θόλους του με συντροφιά τους μελωδικούς ήχους των γυναικείων φωνών μεσ’ στη νυχτερινή σιγαλιά, προσφέρει στον επισκέπτη – προσκυνητή μια ανεπανάληπτη εμπειρία.