Συνολικά 21.400 άτομα στην Ελλάδα με master και υψηλή εξειδίκευση είναι άνεργα.
Η κατάσταση που βιώνουν στα χρόνια της κρίσης οι άνεργοι ή οι υποαπασχολούμενοι εργαζόμενοι που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού, αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκδοχές των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης, αλλά και μία από τις πιο οδυνηρές συνέπειες των αδιεξόδων που η ίδια η κρίση δημιούργησε για χιλιάδες άνεργους ή εργαζόμενους με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και εξειδίκευσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας, σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν 21.400 άτομα που αν και έχουν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών εξακολουθούν να είναι άνεργοι (ΕΛΣΤΑΤ 2ο τρίμηνο 2016) και ταυτόχρονα υπάρχουν άλλοι 7.500 εργαζόμενοι οι οποίοι αν και είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία από το σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ο αριθμός των απασχολουμένων που έχουν υψηλή εξειδίκευση ανέρχεται σε 160.000 άτομα.
Οι μικρές προοπτικές εξέλιξης και ανάπτυξης των εργαζομένων με εξαιρετικά υψηλή εξειδίκευση, οι καθηλωμένοι μισθοί και η γενικότερη κατάσταση της χώρας έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε παροξυσμό το φαινόμενο του brain drain.
Όμως, εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι εκτός από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, πολλές επιχειρήσεις στη χώρα μας δεν έχουν ενσωματώσει στη λειτουργία τους την αξιοποίηση των ταλαντούχων εργαζομένων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε το τμήμα Εφαρμοσμένης Έρευνας και Καινοτομίας του ALBA Graduate Business School at The American College of Greece, μόνο μία στις δύο εταιρείες έχει ξεκάθαρο ορισμό του τι σημαίνει ταλέντο, ενώ το ένα τρίτο των εταιρειών δεν έχει ακόμη συστηματική και ξεκάθαρη προσέγγιση στη διοίκηση ταλέντου.
Συνεπώς, εκτός από τις επιπτώσεις της κρίσης και την καθήλωση των μισθών, προκύπτει ως συμπέρασμα της έρευνας πως στη φυγή των ταλέντων συμβάλλει και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται από ορισμένες επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι με υψηλή εξειδίκευση.
«Ευελιξία»
Κατά την τελευταία πενταετία, εξαιτίας των επιπτώσεων της κρίσης και των μνημονιακών νόμων, οι αλλαγές στην αγορά εργασίας ήταν καταιγιστικές. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΙΚΑ, ο μέσος μικτός μισθός για μερική απασχόληση παραμένει καθηλωμένος στα 403 ευρώ, δηλαδή περίπου 338,52 ευρώ καθαρά (ΙΚΑ Φεβρουάριος 2016).
Οι μεταρρυθμίσεις που συντελούνται μετά το 2010 στον χώρο των εργασιακών σχέσεων εκδηλώνονται σε τέσσερις βασικούς άξονες του περιεχομένου της μισθωτής εργασίας:
α) στην υποβάθμιση του ρόλου της πλήρους και σταθερής απασχόλησης υπέρ των ευέλικτων μορφών εργασίας, κάτι που συνεπάγεται μειωμένες αμοιβές και δικαιώματα,
β) στην αλλαγή του τρόπου που διαμορφώνονται οι συλλογικές συμβάσεις και οι αποδοχές,
γ) στην ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας προσαρμοσμένου με τις ανάγκες της επιχείρησης και
δ) στον περιορισμό των όρων της προστασίας από τις απολύσεις.
Αυτό το πλαίσιο της αγοράς εργασίας μαζί με την εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση για προσωπικό με υψηλή εξειδίκευση διαμόρφωσε τις συνθήκες της φυγής των «καλύτερων μυαλών» της χώρας στο εξωτερικό.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της έρευνας της αγοράς εργασίας είναι ότι στην ηλικιακή κατηγορία 30-44 ετών, δηλαδή σε μία από τις πιο παραγωγικές ηλικιακές κατηγορίες, υπάρχουν σήμερα 10.400 άνεργα άτομα που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου.
Έτσι, εκτός από το φαινόμενο της μετανάστευσης των «καλύτερων μυαλών» στο εξωτερικό, χιλιάδες άτομα με υψηλή εξειδίκευση και επίπεδο μόρφωσης αναγκάζονται να απασχολούνται για έναν μισθό που κυμαίνεται γύρω στα 400 ευρώ μικτά, ενώ τα «καθαρά» είναι λιγότερα από το επίδομα ανεργίας των 360 ευρώ.
Στρέφονται στο εξωτερικό
Δεν είναι τυχαίο, ότι οι επιστήμονες και τα στελέχη υψηλής εξειδίκευσης αναζητούν ευκαιρίες καριέρας στο εξωτερικό. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Endeavor Greece, περισσότερα από 50 δισ. ευρώ ΑΕΠ έχουν παράξει από την αρχή της κρίσης αυτοί οι Έλληνες στις νέες «πατρίδες» τους.
Επί της ουσίας, η χώρα χάνει δυναμικό, το οποίο μπορεί να δώσει προστιθέμενη αξία στην εγχώρια αγορά και ταυτόχρονα χάνει φορολογικές και άλλες εισφορές που πιστώνονται στα έσοδα των χωρών υποδοχής του κύματος brain drain. Σύμφωνα με στοιχεία της Endeavor, οι Έλληνες που έφυγαν για το εξωτερικό από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι τον Ιούνιο του 2016 εκτιμώνται σε περίπου 350.000, ενώ εκτίμηση της ΤτΕ ανεβάζει τον αριθμό σε 427.000. Υπολογίζεται ότι οι άνθρωποι αυτοί, κυρίως ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, συνεισφέρουν ετησίως 12,9 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ των χωρών υποδοχής, που είναι κυρίως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Επιπλέον συνεισφέρουν 9,1 δισ. ευρώ σε φορολογικά έσοδα, εκ των οποίων 7,9 δισ. ευρώ σε φόρους εισοδήματος και εισφορές και 1,2 δισ. ευρώ σε ΦΠΑ – αθροιστικά από το 2008.
Είναι ενδιαφέρον στοιχείο ότι το ποσό που έχει δαπανήσει το ελληνικό κράτος για την εκπαίδευση των ανθρώπων αυτών υπολογίζεται στα 8 δισ. ευρώ, ενώ μεταξύ των εξαγόμενων «προϊόντων» της χώρας, το ανθρώπινο δυναμικό κατέχει την πρώτη θέση σε αξία, ήτοι 12,9 δισ. ευρώ. Ακολουθούν τα προϊόντα πετρελαίου με 7,2 δισ. ευρώ, τα προϊόντα αλουμινίου με 1,3 δισ. ευρώ, τα φάρμακα με 0,7 δισ. ευρώ, το ελαιόλαδο με 0,5 δισ. ευρώ, τα ψάρια με 0,4 δισ. ευρώ, όπως και οι ελιές, τα προϊόντα καπνού, τα πληροφοριακά συστήματα και τα τυροκομικά προϊόντα, το βαμβάκι με 0,3 δισ. ευρώ όπως και τα ροδάκινα.
Εν κατακλείδι, προφανώς, ενώ στις εξαγωγές προϊόντων το παραγόμενο εισόδημα συγκεντρώνεται στην Ελλάδα, η δραστηριότητα των Ελλήνων του εξωτερικού ωφελεί κατά κύριο λόγο τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα τις χώρες υποδοχής τους.