O μεγάλος λιμός έφερε την πόλη της Αθήνας και τους κατοίκους της σε απάνθρωπα όρια, σε καταστάσεις που είχαν να εμφανιστούν από τους αρχαίους χρόνους. Τα θύματα του λιμού μετριούνται σε εκατοντάδες χιλιάδες, γεγονός που, αν το δούμε αναλογικά, αποδεικνύει ότι η δοκιμασία που πέρασε ο αθηναϊκός λαός υπήρξε πρωτόγνωρη, ακόμα και γι’ άλλες χώρες που λεηλάτησαν οι δυνάμεις του Άξονα. Τα στοιχεία όλων των ιστορικών συγκλίνουν στο ότι Γερμανοί και Ιταλοί προχώρησαν στη συστηματική καταλήστευση των κατεχόμενων χωρών από πρώτες ύλες, τρόφιμα και εργατικό δυναμικό, κατά παράβαση των κανόνων περί επιτάξεως σε κατεχόμενη χώρα που ορίζουν διάφοροι διεθνείς κανονισμοί. Στο μυαλό των ναζί οι Έλληνες ήταν ένας λαός που είχε φυλετικά διαβρωθεί, δεν ανήκε στις «ανώτερες» φυλετικές τάξεις, οπότε η αντιμετώπισή του δεν χρειαζόταν να διαφέρει από αυτήν ενός ζώου.
Η ζωή στην Αθήνα μετά τις 27 Απριλίου, ημέρα παράδοσης της πόλης στους Γερμανούς, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στην παλιά της καθημερινότητα. Ήδη, από τους πρώτους μήνες, αποκλεισμένοι άνθρωποι έψαχναν απεγνωσμένα για μια υποτυπώδη στέγη: φαντάροι που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στις πατρίδες τους, εκτοπισμένοι της Αν. Μακεδονίας και Θράκης από τους Βούλγαρους (έφταναν τους 100.000), Πειραιώτες που είχαν μείνει χωρίς σπίτι μετά την καταστροφή του λιμανιού από την έκρηξη του αγγλικού μεταγωγικού και τον βομβαρδισμό της γερμανικής αεροπορίας.
“Η σκληρότερη περίοδος υπήρξε ο χειμώνας του 1941-1942, εξαιτίας του μεγάλου ψύχους και του βρετανικού αποκλεισμού, που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τη διακίνηση των αγαθών. Οι κατεστραμμένες υποδομές και τα οδικά δίκτυα απέκλειαν την Αθήνα από τις παραγωγικές περιοχές της χώρας και τα πλέον ζωτικά είδη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να «συνηθίσουν» στο θέαμα ατροφικών παιδιών που ψαχούλευαν στα σκουπίδια και εκατοντάδων νεκρών σε πεζοδρόμια και δρόμους της πρωτεύουσας που κείτονταν άθαφτα.”
Ο ακατάσχετος πληθωρισμός (για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 1944 μια νέα δραχμή ισοδυναμούσε με 50 δισ. προπολεμικών δραχμών), απόρροια της κατεστραμμένης οικονομίας, είχε θέσει ουσιαστικά στο περιθώριο κάθε νομισματική συναλλαγή. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Σεπτέμβριο του 1941 μια χρυσή λίρα στοίχιζε 961 δραχμές, τον Ιούλιο του 1943 1.662.890 και τον Αύγουστο του 1944 2.390.846.153. Κάπως έτσι φτάσαμε στο σύστημα της «μαύρης αγοράς», ενός συστήματος χωρίς κανέναν κρατικό, ηθικό και κοινωνικό κανόνα. Από τον Απρίλιο του 1941 έως τον Ιούνιο του 1942 η τιμή του ψωμιού αυξήθηκε 89 φορές. Το λάδι στην Αθήνα, ενώ προπολεμικά πωλούνταν 44 δραχμές η οκά, τον Οκτώβριο του ’41 είχε φτάσει τις 800 δραχμές και τον Ιανουάριο του ’42 τις 4.500. Στο αποκορύφωμα των δυσκολιών, πηγές της εποχής αναφέρουν ότι ολόκληρες μονοκατοικίες ανταλλάσσονταν με τρεις τενεκέδες λάδι. Υπολογίζονται ότι σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής 60.000 ιδιοκτησίες (σπίτια, οικόπεδα, διαμερίσματα) άλλαξαν χέρια στην Αθήνα.
Τα ποσά που αναγκάστηκε να πληρώσει η Ελλάδα στους κατακτητές της υπήρξαν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν της κατεχόμενης Ευρώπης και έφτασαν στο 113,7% του ΑΕΠ της χώρας. Τον Μάιο του 1941 κατασχέθηκαν όλα τα διαθέσιμα, ζωτικής σημασίας εμπορεύματα και τα βιομηχανικά προϊόντα και στάλθηκαν στη Γερμανία. Με τον νόµο 108/1941 της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου, το γερµανικό κράτος απαλλασσόταν και από κάθε υποχρέωση αποζηµίωσης. Τον επόµενο χρόνο, μάλιστα, µε τον νόµο 1586/1942 η Ελλάδα αποζηµίωνε τους Γερµανούς υπηκόους «διά πάσας τας λόγω των πολεµικών επιχειρήσεων… επί ελληνικού κρατικού εδάφους προξενηθείσας ή προξενουµένας έτι ζηµίας». Ένα εκατομμύριο περίπου χρυσές λίρες, προερχόμενες κυρίως από την εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, πωλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές στη Γερμανία μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος. Επιχειρήσεις που αρνήθηκαν να δεχτούν ως «συνεταίρους» τους Γερμανούς έκλειναν και τα κινητά τους μέρη στέλνονταν στη Γερμανία.
Η σκληρότερη περίοδος υπήρξε ο χειμώνας του 1941-1942, εξαιτίας του μεγάλου ψύχους και του βρετανικού αποκλεισμού, που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τη διακίνηση των αγαθών. Οι κατεστραμμένες υποδομές και τα οδικά δίκτυα απέκλειαν την Αθήνα από τις παραγωγικές περιοχές της χώρας και τα πλέον ζωτικά είδη, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί της να «συνηθίσουν» στο θέαμα ατροφικών παιδιών που ψαχούλευαν στα σκουπίδια και εκατοντάδων νεκρών σε πεζοδρόμια και δρόμους της πρωτεύουσας που κείτονταν άθαφτα. Σύμφωνα με τα αρχεία των κατοχικών Αρχών, τον Νοέμβριο του 1941 ο αριθμός των νεκρών τετραπλασιάστηκε σε σχέση με τον αντίστοιχο της περιόδου 1931-1940, ενώ το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου εξαπλασιάστηκε. Ο αριθμός άγγιζε τους 300-400 νεκρούς την ημέρα μόνο τον Δεκέμβριο. Με στοιχεία από το Ελληνικό Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, το β΄εξάμηνο του 1941 οι γεννήσεις στην Αθήνα ήταν 5.400 και οι θάνατοι 20.300, δηλαδή πέθαναν 15.000 άνθρωποι περισσότεροι απ’ όσους γεννήθηκαν. Το α΄εξάμηνο του 1942 η «μακάβρια» διαφορά εκτινάχθηκε στους 22.500 περισσότερους νεκρούς. Ακόμα και αυτοί οι επίσημοι αριθμοί, όμως, παρουσιάζουν συντηρητικά το πρόβλημα, καθώς οι θάνατοι δεν αναφέρονταν επίσημα σκοπίμως, προκειμένου τα κουπόνια διατροφής των αποθανόντων να χρησιμοποιούνται από συγγενείς.