ΑρχικήΑΠΟΨΕΙΣ & ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ1912, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης: Τότε που είχαμε ηγέτες

1912, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης: Τότε που είχαμε ηγέτες

Η Ελλάδα τότε εξέπληξε τους πάντες, ακόμη και όσους από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς επικεφαλής της που είχαν δισταγμούς
Αν μιλήσει σήμερα κάποιος για “Μεγάλη Ιδέα”, θα αποκληθεί φασίστας, χρυσαυγίτης, φιλοπόλεμος. Απεναντίας, αν πει ότι “η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε” θα χαρακτηριστεί “προοδευτικός”.

Στην προσωπική ζωή του καθενός, όποιος δεν σχεδιάσει για κάτι καλύτερο, όποιος δεν αγωνιστεί για να αποκτήσει αυτά που δικαιούται, θα παραμείνει στάσιμος, χωρίς καμιά εξέλιξη. Ακόμη χειρότερα, ο καθένας, αλλά και η κοινωνία γενικότερα, αν τουλάχιστον δεν υπερασπιστεί αυτά που κατέχει, είναι ο χαμένος της ιστορίας. Αυτή είναι η Ελλάδα του σήμερα.

Τότε, το 1912, την εποχή της Μεγάλης Ιδέας, όταν στην Ελλάδα δεν υπήρχε ακόμη η Πέμπτη Φάλαγγα του αφελληνισμού, κανείς δεν πίστευε ότι η χώρα μας ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός πολέμου με τους Οθωμανούς. Ούτε καν οι μετέπειτα σύμμαχοί μας (Σερβία και Βουλγαρία) που είχαν συνάψει μυστική μεταξύ τους Συνθήκη, αγνοώντας την αδύναμη Ελλάδα. Απλώς, την δέχθηκαν, με την σκέψη ότι ο στόλος της ίσως εμπόδιζε τον τουρκικό, που μετέφερε στρατεύματα από την Λιβύη, μετά τον αποτυχημένο εκεί πόλεμο κατά των Ιταλών.

Και η Ελλάδα εξέπληξε τους πάντες. Ακόμη και τους στρατιωτικούς και πολιτικούς επικεφαλής της, που είχαν κι αυτοί δισταγμούς, αλλά που δεν δίστασαν να πάρουν την μεγάλη απόφαση κήρυξης του πολέμου κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στις 5 Οκτωβρίου 1912. Στοιχημάτιζαν οι πάντες, ότι πέραν της Ελασσόνας ο ελληνικός στρατός δεν θα μπορούσε να προχωρήσει, διότι θεωρούσαν αδύνατη τη διάβαση του Σαραντάπορου -του μόνου περάσματος- για να ξεχυθούν στη βόρεια Ελλάδα. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί, είχαν φροντίσει για την οχύρωση του στενού, και το θεωρούσαν αδιάβατο.

Όμως, δεν λογάριασαν ούτε την ελληνική ψυχή, ούτε την στρατιωτική ευφυΐα, που βρήκε τρόπο αντιμετώπισης και κατάληψής του. Και βρέθηκε στα μακεδονικά χώματα απελευθερώνοντας τη μια πόλη μετά την άλλη. Η πορεία προς την Θεσσαλονίκη δεν ήταν εύκολη. Οι Τούρκοι, κατά την υποχώρησή τους, είχαν καταστρέψει πολλές γέφυρες και περάσματα, δυσχεραίνοντάς την. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για καθυστέρηση, διότι οι Βούλγαροι πλησίαζαν.

Κι επειδή η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε έρθει σε κάποια συνεννόηση εκ των προτέρων για τα εδάφη που κάθε χώρα θα επαναποκτούσε, όποια εκ των συμμαχικών δυνάμεων απελευθέρωνε ή καταλάμβανε έδαφος, το προσαρτούσε. Έτσι, κι ενώ ο στρατιωτικός σχεδιασμός προέβλεπε πορεία προς το Μοναστήρι της Πελαγονίας, για οριστική εξολόθρευση των οθωμανικών στρατευμάτων που θα τα πλαγιοκοπούσαν όλες οι συμμαχικές δυνάμεις, το ελληνικό στράτευμα στράφηκε προς Θεσσαλονίκη για να προφθάσει τους Βουλγάρους.

Υπάρχει ένα πολιτικό μύθευμα, που δεν έχει καμιά ιστορική βάση, όπως είχα ξαναγράψει παλαιότερα. Ότι, δήθεν, ο Βενιζέλος διέταξε τον αρχιστράτηγο να κατευθυνθεί στη Θεσσαλονίκη, διότι εκείνος… δεν ήθελε! Στην Έκθεση του Γενικού Επιτελείου Στρατού «Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους», που καταρτίσθηκε επί βενιζελικής κυβέρνησης το 1932 και περιλαμβάνει όλα τα ιστορικά στοιχεία εκείνης της περιόδου δεν υπάρχει κανένα παρόμοιο τηλεγράφημα. Επιπρόσθετο στοιχείο αποτελεί και ένα απόσπασμα ομιλίας του καθηγητή Κ. Βαβούσκου και επί μακρά σειρά ετών προέδρου της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών:

«… Ο διάδοχος Κωνσταντίνος δεν εστράφη προς Θεσσαλονίκην λόγω διαταγής του Βενιζέλου, αλλά λόγω του ότι τα ανιχνευτικά σώματα, τα οποία είχε εξαποστείλει προς ανατολάς, τον ενημέρωσαν περί της εκεί στρατιωτικής καταστάσεως. Ο αγαπητός συνάδελφός μου καθηγητής της Ιστορίας εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών Πρωτοψάλτης, ασχοληθείς ειδικώς με το θέμα, κατά την έρευνά του εις τα αρχεία του τότε Υπουργείου Στρατιωτικών ουδεμία τοιαύτη διαταγή ανεύρε. Συνεπώς, το θέμα πρέπει να κλείσει οριστικώς. Διότι όλοι τότε έπραξαν το καθήκον των».

Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, ημέρας της γιορτής του πολιούχου και προστάτη της πόλης Άγιου Δημητρίου, η Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Ο Ταχσίν Πασάς, ορθώς σκεπτόμενος, προτίμησε την παράδοση όχι μόνον διότι η ήττα για τα σουλτανικά στρατεύματα ήταν οφθαλμοφανής, αλλά και διότι μία παράδοση στους Βουλγάρους δεν θα επέφερε την ήπια μεταχείριση που επεφύλαξαν οι Έλληνες στους αντιπάλους.

Ο λοχαγός του Μηχανικού Αθανάσιος Εξαδάκτυλος μαζί με τον Ίωνα Δραγούμη κατευθύνθηκαν στο ελληνικό προξενείο στην παραλία, όπου σε ατμόσφαιρα ενθουσιώδη ύψωσαν στο μπαλκόνι του κτιρίου την ελληνική σημαία. Με παρόμοιο τελετουργικό τρόπο εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών ο Αλέξανδρος Ζάννας, ύψωσε την ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο. Αυτήν την σημαία, που σήμερα, για να θεωρηθεί κάποιος προοδευτικός, μπορεί να υποστηρίζει ότι είναι απλώς “ένα κομμάτι πανί”.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή

- Advertisement -

Τελευταία Νέα