Βηματοδότες και άλλα ιατρικά υλικά μέσω τριγωνικών συναλλαγών με εταιρείες που εδρεύουν στην Κύπρο, διοχετεύονταν με καπέλο 25,4 εκ. ευρώ σε μεγάλα δημόσια νοσοκομεία της Αττικής.
Το νέο «φαγοπότι» στο χώρο της υγείας που είχαν στήσει δύο σχετικά μικρής εμβέλειας ελληνικές εταιρίες προμήθειας ιατρικού υλικού για να βάζουν στην τσέπη εκατομμύρια ευρώ από τις υπερκοστολογήσεις, αποκάλυψε η έρευνα των επίκουρων εισαγγελέων διαφθοράς Αντώνη Ελευθεριάνου και Γιάννη Σέβη.
Ήδη με εντολή της επικεφαλής της Εισαγγελίας Εγκλημάτων Διαφθοράς Ελένης Ράικου ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του δημοσίου, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και το συνολικό όφελος μεγαλύτερο από 150.000 ευρώ.
Κατηγορούμενοι είναι οι νόμιμοι εκπρόσωποι των δύο εταιριών προμήθειας ιατρικού υλικού οι οποίοι σύντομα θα κληθούν σε απολογία από ανακριτή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι δύο ελληνικές εταιρείες, εκμεταλλευόμενοι τις τριγωνικές συναλλαγές με εταιρίες στην Κύπρο που είχαν συσταθεί από τους ίδιους, κατάφερναν να ανεβάζουν στα ύψη τις τιμές του ιατρικού υλικού που προμήθευαν δύο μεγάλα δημόσια νοσοκομεία της Αττικής. Το μεγάλο κόλπο συνίστατο στη σύσταση των αλλοδαπών εταιρειών που έχουν ως έδρα την Κύπρο, αποκλειστικά και μόνο για την αύξηση του κόστους αγορών, σε τίμημα αδικαιολόγητα υψηλότερο από εκείνο που θα επιτύγχαναν αν αγόραζαν τα ίδια εμπορεύματα, από τρίτα ανεξάρτητα πρόσωπα ή επιχειρήσεις.
Παρότι δηλαδή η ελληνική εταιρεία θα μπορούσε να αγοράσει κατευθείαν από την κατασκευάστρια επιχείρηση, εν τούτοις επέλεγε να περνά η συναλλαγή μέσω της Κυπριακής, ώστε να φτάνει το ιατρικό υλικό υπερκοστολογημένο στο δημόσιο νοσοκομείο.
Παραπλανούσαν δε- σύμφωνα με τις αρχές- τους υπαλλήλους των νοσοκομείων ότι τα ιατρικά είδη που συμφωνούσαν να προμηθευθούν από την ελληνική εταιρία είχαν αγοραστεί από την συνδεδεμένη εταιρία, στις τιμές μάλιστα οι οποίες αναγράφονταν στα σχετικά τιμολόγια και ότι κατά συνέπεια η τιμή πώλησής τους προς τα νοσοκομεία έπρεπε να ενσωματώνει το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό κέρδους, υπολογιζόμενο όμως επί της υποτιθέμενης τιμής.
Όμως οι εταιρίες δεν είχαν αγοράσει τα πωλούμενα ιατρικά είδη από την συνδεδεμένη εταιρία, αλλά απευθείας από την κατασκευάστρια εταιρία σε τιμές υποπολλαπλάσια χαμηλότερες εκείνων που αναγράφονταν στα προαναφερθέντα τιμολόγια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, όπως προέκυψε από την έρευνα, η μια εταιρία για το διάστημα 2005-09 εμφάνισε πως πλήρωσε στην κυπριακή εταιρία τίμημα κατά 19,9 εκατομμύρια μεγαλύτερο από το πραγματικό ενώ η δεύτερη στο μεσοδιάστημα γύρω στα 5,5 εκατομμύρια.
Χαρακτηριστικό είναι πως το μικτό κέρδος της κυπριακής εταιρίας είναι πολύ μεγαλύτερο από το μικτό κέρδος της ελληνικής εταιρίας, γεγονός που δύσκολα συναντάται σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Τον λόγο, πλέον, έχει ο ανακριτής που θα χειριστεί περαιτέρω την υπόθεση.