Το σημείο όπου στεκόμαστε βρίσκεται 1.400 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Νιώθουμε πως είμαστε στην κορυφή του κόσμου. Προς όποια κατεύθυνση κι αν στρέψουμε το βλέμμα, εκτείνονται οι βραχώδεις, απόκρημνες κορυφές της Πίνδου. Για την Ελένη Πλαχούρα και τον Βασίλη Ρήτα αυτός είναι ο χώρος εργασίας τους. Οι κυψέλες τους βρίσκονται λίγο πιο κάτω, σ’ ένα προστατευμένο ξέφωτο, που περιβάλλεται από ψηλά δέντρα και αγριολούλουδα. «Κάθε βδομάδα συναντάς κι άλλα λουλούδια στο βουνό», εξηγεί η Ελένη, δείχνοντάς μας λευκά σαλέπια και άγριες ρίγανες, που φυτρώνουν εκεί κοντά. «Οι μέλισσές μας τρέφονται από βελανιδιές και σφενδάμους, μπλε γαϊδουράγκαθο, τριφύλλι και κράνμπερι ή άγριο τριαντάφυλλο, φασκόμηλο, θυμάρι και μέντα».
Zώντας ήδη πέντε χρόνια στην Ελλάδα, ήταν διακαής επιθυμία μου να γνωρίσω την Ήπειρο, μία από τις πιο αρχέγονες, απομονωμένες και έως σήμερα λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της χώρας. Είχα διαβάσει ότι από εδώ κατάγεται η αρχαιότερη φυλή Ελλήνων, όπως γράφει στα Μετεωρολογικά ο Αριστοτέλης, καθώς επίσης ότι εδώ έχουν τις βαθιές τους ρίζες μακραίωνες πολιτιστικές παραδόσεις, όπως η νομαδική βοσκή και τα Ηπειρώτικα, που πιστεύεται ότι είναι η παλαιότερη λαϊκή μουσική της Ευρώπης.
Αυτό που διαπίστωσα στο ποδηλατικό οδοιπορικό μας για το περιοδικό, είναι ότι η περιοχή έχει μια μαγική διαχρονικότητα, που εντυπώνεται ανεξίτηλα στη μνήμη όσων περνούν από εκεί. Κιβωτός φυσικής ιστορίας και πλούτου, ενταγμένη στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Natura 2000, είναι πλέον και η πρώτη υποψήφια περιοχή της Ελλάδας που υποβάλλεται στην UNESCO για εγγραφή στον κατάλογο των πολιτιστικών τοπίων – ο φάκελος κατατέθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού τον περασμένο Φεβρουάριο και αφορά στο Ζαγόρι, την ορεινή περιοχή που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το Γεωπάρκο Αώου-Βίκου, το Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου και, βεβαίως, τα Ζαγοροχώρια, ένα δίκτυο 46 παλαιών πετρόχτιστων χωριών που συνδέονται με θολωτές γέφυρες.
Η χαμηλή ανάπτυξη από τη μία πλευρά βοήθησε να διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό η φυσική ομορφιά του τόπου, από την άλλη όμως δυσκολεύει αφόρητα τη ζωή πολλών κατοίκων. Χωριά ερημώνουν, παλιές συνήθειες χάνονται, η έρευνα για υδρογονάνθρακες προβάλλεται ως ένας τρόπος να δημιουργηθεί πλούτος και θέσεις εργασίας, αλλά και προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Εμείς στο οδοιπορικό μας εστιάσαμε στους εκπροσώπους μιας νέας γενιάς παραγωγών μικρής κλίμακας, που εργάζονται για να φέρουν την ανάπτυξη με τον δικό τους τρόπο. Σκοπός τους είναι να αναζωογονήσουν την αγροτική ζωή με νέες προσεγγίσεις, οι οποίες βασίζονται στην κληρονομιά της περιοχής. Θέλουν να συνδυάσουν τον τουρισμό, την παράδοση και τη βιωσιμότητα, για να δημιουργήσουν μια πιο ζωντανή τοπική οικονομία, διατηρώντας τη μοναδική βιοποικιλότητα και τον τρόπο ζωής της περιοχής για τις μελλοντικές γενιές. Αυτό το όραμα θέλαμε να γνωρίσουμε.
ΕΝΑΣ ΓΛΥΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ
«Αυτό που έχουμε δεν είναι επιχείρηση», θυμάμαι τα λόγια της Ελένης. «Είναι τρόπος ζωής. Χρειαζόμαστε εισόδημα για να ζήσουμε, αλλά δεν είναι ο λόγος που γίναμε μελισσοκόμοι. Θέλουμε να φτιάξουμε προϊόντα κορυφαίας ποιότητας σε μικρές ποσότητες από τα μελίσσια μας. Θέλουμε τα παιδιά μας να μεγαλώσουν μαζί μας εδώ, και να αποκτήσουν τη δική τους στενή σχέση με τη φύση». Η Ελένη και ο Βασίλης περνούν ώρες στον δρόμο κάθε μέρα με το λευκό τους Land Rover, με το λογότυπο της ετικέτας τους Nomad Honey, για να φροντίσουν τα μελίσσια τους, που βρίσκονται διάσπαρτα σε υψόμετρο μεταξύ 1.100 και 1.400 μέτρων. Τοποθετώντας τις κυψέλες τους τόσο ψηλά, συνεισφέρουν επικονιαστές στο τοπικό οικοσύστημα, αλλά και διασφαλίζουν ότι το μέλι τους θα είναι το πιο εκλεκτό και πλούσιο σε θρεπτική αξία, χάρη στον καθαρό αέρα και τη μοναδική βιοποικιλότητα.
Η περιήγησή μας στα μελίσσια διακόπτεται από δυνατή βροχή. Κατεβαίνουμε στην πλατεία του Βραδέτου, του υψηλότερου χωριού του Ζαγορίου, και καθόμαστε στο καφενείο, κάτω από έναν πλάτανο, για να γευθούμε το μέλι τους – αλλά και χειροποίητους μεζέδες, μαζί βεβαίως με τοπικό τσίπουρο. Στην προηγούμενη ζωή τους, η Ελένη ήταν πολιτικός μηχανικός και ο Βασίλης μηχανολόγος μηχανικός, και είχαν εργαστεί σε κατασκευαστικά πρότζεκτ στην Αθήνα, τα Ιωάννινα, το Γκίλντφορντ της Αγγλίας και την Πάτρα. Κάποια στιγμή μπούχτισαν με την κουλτούρα των επιχειρήσεων και, σε μια επίσκεψή τους στη Μονή Καστρίτσας έξω από τα Ιωάννινα, η ηγουμένη Φιλοθέη τούς μύησε στη μελισσοκομία – και αυτή έγινε το πάθος τους. Το 2016 παράτησαν τις δουλειές τους για να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη Nomad Honey. Έκτοτε η ετικέτα τους έχει λάβει πιστοποίηση βιολογικών προϊόντων από τον έγκριτο φορέα TÜV Austria, έχει κερδίσει βραβείο από τον βρετανικό θεσμό Great Taste το 2021 και πραγματοποιεί εξαγωγές στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Οι μικρές, οικογενειακές παραγωγικές μονάδες στην Ήπειρο έχουν να αντιμετωπίσουν τεράστιες προκλήσεις για να επιβιώσουν. Η Ελένη και ο Βασίλης είδαν στην πορεία πολλούς άλλους να μην τα καταφέρνουν. Το να παράγεις ένα φυσικό προϊόν υψηλής ποιότητας δεν είναι καθόλου εύκολο, και το να διασφαλίσεις μια δίκαιη τιμή γι’ αυτό είναι κάθε άλλο παρά δεδομένο. Χρόνος και πόροι απομυζώνται από τη συσκευασία, την τυποποίηση, το μάρκετινγκ, την πιστοποίηση, τη γραφειοκρατία και τη φορολογία. Εντούτοις, αυτή η τόσο απαιτητική καθημερινότητα δεν έχει μειώσει ούτε κατ’ ελάχιστο το πάθος τους. «Όταν είσαι νομάς δεν έχεις τίποτα», λέει ο Βασίλης. «Οι μέλισσές μας κινούνται, κι εμείς κινούμαστε μαζί τους. Μεταφέρουμε τις κυψέλες μας σε διάφορα μέρη, ζούμε στη φύση μαζί τους και, τελικά, μαζεύουμε το μέλι τους. Αυτό είναι ελευθερία. Έχουμε τα πάντα χωρίς να μας ανήκει τίποτα».
Η ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ
Πίσω στα Ιωάννινα, στην οδό Ζάππα, τον πάλαι ποτέ δρόμο με τα σιδεράδικα, το ταχυφαγείο νέας γενιάς Φolk, που άνοιξαν το 2020 δύο ξαδέρφια με αγάπη και δημιουργικές ιδέες για το street food, ο Παναγιώτης και ο Θέμης Σιαφάκας, φιλοξενεί ένα ιδιαίτερο γαστρονομικό δρώμενο. Ο Παναγιώτης, που μεγάλωσε στα Ιωάννινα, με τον Γρεβενιώτη Ιορδάνη Τσενεκλίδη, συνιδρυτή της ομάδας Nomad et Sauvage, που ταξιδεύει ανά την Ελλάδα και ερευνά την αυθεντική, ορεινή κυρίως κουζίνα της και οργανώνει πρωτότυπα event, προετοιμάζουν τη «μασίνα», μια σόμπα παλαιού τύπου, που χρησιμοποιείται για ζεστασιά αλλά και για ψήσιμο. Το μενού περιλαμβάνει αρνάκι, κόκορα και λαβράκι. Θα μας δώσουν μια γεύση απ’ ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η σύγχρονη γαστρονομική σκηνή της πόλης. Το κρέας, όπως και τα λαχανικά που χρησιμοποιούν, προέρχονται από μια βιολογική φάρμα στην Μπαλτούμα, σε ένα υψίπεδο που βρίσκεται στην άλλη πλευρά της λίμνης Παμβώτιδας. Τα εδέσματα θα συνοδευτούν από κρασί βιολογικής παραγωγής από τον τοπικό οινοποιό Βασίλη Βαϊμάκη και την κόρη του, Δανάη, που επίσης φτιάχνουν καταπληκτικό παλαιωμένο βαλσαμικό ξίδι, αρωματισμένο με βότανα και μπαχαρικά, μέσα σε τρία μετασκευασμένα βαγόνια του ΟΣΕ έξω από το χωριό Κατσικάς Ιωαννίνων. Στα σχέδιά τους είναι να δημιουργήσουν έναν προορισμό για οινογνωσίες, γαστροτουρισμό και υπαίθρια τσιμπούσια.
Ο Θανάσης Τάσσος είναι σεφ στο εστιατόριο Θαμών και μας προσκαλεί να γευθούμε τη δική του μοντέρνα, σοφιστικέ παραλλαγή της παραδοσιακής ηπειρώτικης γαστρονομίας. Όπως οι Nomad et Sauvage, αντλεί την έμπνευσή του από τις τοπικές πρώτες ύλες και τη γαστρονομική παράδοση του τόπου, για να δημιουργήσει κάτι νέο – με τη διαφορά ότι το σερβίρει σε περιβάλλον εστιατορίου, αντί στον δρόμο. «Μεγάλωσα μεταξύ αγροκτήματος και κυνηγετικού καταφυγίου, περιτριγυρισμένος από τις ευωδιές των εκπληκτικών ηπειρώτικων προϊόντων μας», λέει. «Αλλά οι πιο σημαντικές επιρροές μου ήταν από τις γυναίκες που μαγείρευαν στην οικογένειά μου και στα χωριά της Ηπείρου. Ακόμα και στους πιο χαλεπούς καιρούς, όπως ήταν η Γερμανική Κατοχή, έφτιαχναν τις πιο εντυπωσιακές συνταγές που μπορούσαν, χρησιμοποιώντας όποια πρώτη ύλη ήταν διαθέσιμη, ό,τι μπορούσαν να συλλέξουν, να κυνηγήσουν ή να ψαρέψουν οι άντρες – βότανα, ορτύκια, χέλια, μέχρι αγριογούρουνα».
Ο Θανάσης εξέλιξε τη μαγειρική του τέχνη σε επώνυμες κουζίνες, στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Κάποια στιγμή ανταποκρίθηκε στο εσωτερικό του κάλεσμα, να επιστρέψει στα Ιωάννινα για να δημιουργήσει κάτι διεθνούς εμβέλειας, πλην όμως βασισμένο στις ντόπιες πρώτες ύλες. Έτσι, τον περασμένο Απρίλιο άνοιξε το Θαμών και έκτοτε ψάχνει για ό,τι καλύτερο έχουν να προσφέρουν οι τοπικοί παραγωγοί, και το επεξεργάζεται με τους πιο αναπάντεχους τρόπους. Παράδειγμα, ο ξινός τραχανάς, που συνήθως σερβίρεται σαν σούπα, στο δικό του εστιατόριο γίνεται ριζότο, με την οξύτητά του να αναδεικνύει την καπνιστή γεύση του χελιού που αλιεύεται από τη γειτονική λίμνη Παμβώτιδα και καπνίζεται αργά, επί τόπου. «Είμαστε Ηπειρώτες, περήφανοι για τον τόπο μας και την ταυτότητά μας», θα μου πει.
«Η νέα γενιά των μαγείρων μας λατρεύει τα παραδοσιακά υλικά και τα τοπικά μας προϊόντα, αλλά θέλουμε και να πειραματιστούμε με αυτά. Για πολλά χρόνια επικρατούσε εσωστρέφεια εδώ, αλλά τώρα μπορώ να δω ότι η Ήπειρος είναι ανερχόμενος γαστρονομικός προορισμός».
ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Ανεβαίνουμε ξανά στα ποδήλατά μας, για μια διαδρομή διάρκειας δύο ωρών και 600 μέτρων υψομετρικής διαφοράς. Κατευθυνόμαστε στην κεντρική πεδιάδα του Ζαγορίου, που υποδέχεται το καλοκαίρι ολάνθιστη. Φτάνουμε στη φάρμα της Λένας Γεροθανάση και του συζύγου της, Κώστα, έξω από τα Άνω Πεδινά. Το απογευματινό φως δημιουργεί ένα ειδυλλιακό σκηνικό. Μας ξεναγούν στο μεγάλο ποιμνιοστάσιο, όπου ξεχειμωνιάζουν τα 300 πρόβατά τους, στο γαλακτοκομείο τους και στο περιβόλι τους, όπου καλλιεργούν φακές, ρεβίθια, φάβα και διάφορα οπωροκηπευτικά. Επί σειρά ετών, μας εξηγούν, το κόστος της κτηνοτροφικής δραστηριότητας ανέβαινε σταθερά και οι τιμές των προϊόντων έπεφταν, μέχρι που η ισορροπία δεν ήταν πλέον βιώσιμη. «Δεν μπορούσες να ζήσεις εκτρέφοντας πρόβατα. Έτσι, πριν από επτά χρόνια νοικιάσαμε τον ξενώνα Ρόκκα στον Ελαφότοπο, και πλέον συνδυάζουμε την αγροτική παραγωγή με τον τουρισμό». Αντί να πουλάνε τα προϊόντα τους χονδρική ή σε λαϊκές αγορές, τα σερβίρουν ολόφρεσκα στους πελάτες του ξενώνα τους. Έτσι, οι ίδιοι έχουν το μέγιστο οικονομικό όφελος, αλλά και οι επισκέπτες απολαμβάνουν πεντανόστιμο, αγνό φαγητό και βιώνουν μια αυθεντική εμπειρία «από τη φάρμα στο τραπέζι», αφού μπορούν να βοηθήσουν στις αγροτικές εργασίες, να μάθουν να αρμέγουν, να μαζέψουν τα δικά τους σαλατικά και να καθίσουν γύρω από το υπαίθριο τραπέζι για να γευθούν τα καλά της γης.
Η Λένα μεγάλωσε στον Πλαταμώνα και το πάθος της για την υφαντική την έφερε πριν από 21 χρόνια στο Ζαγόρι, με σκοπό να μάθει την τέχνη στην ιστορική Λαμπριάδειο Οικοκυρική Σχολή των Άνω Πεδινών, που ακόμα λειτουργούσε. Σήμερα ανησυχεί επειδή οι Ηπειρώτες παραγωγοί μαλλιού αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση, παρά το γεγονός ότι η παραδοσιακή υφαντική τελευταία ανεβαίνει σε δημοφιλία. Κατά τη διάρκεια του λοκντάουν, η ίδια έφερε κοντά μια ομάδα ανθρώπων με κοινό ενδιαφέρον –ανάμεσά τους και ο πρόεδρος της Ενωσης Μετακινούμενων Κτηνοτρόφων Ηπείρου, Ιωάννης Δεκόλης– και δημιούργησε το Pokari Project (σ.σ. «ποκάρι» είναι η ποσότητα του μαλλιού από την κουρά ενός προβάτου) ως Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση.
Το Ποκάρι έχει αποστολή να συμβάλει στη διάσωση των νομάδων ποιμένων της Ηπείρου και των αρχαίων αυτόχθονων φυλών προβάτων που απειλούνται με εξαφάνιση. Εκτός από τα δικά του προϊόντα, όπως υφαντές φλοκάτες, πουλά πρώτη ύλη σε όσους θέλουν να εξασκήσουν την υφαντική και οργανώνει εκπαιδευτικές δράσεις για ενήλικες και παιδιά. «Θέλουμε να δώσουμε στο πρόβειο μαλλί τη χαμένη αξία του, γι’ αυτό και αγοράζουμε από τους παραγωγούς σε δίκαιες τιμές», λέει η Λένα. «Παράλληλα θέλουμε να του δώσουμε την ταυτότητά του, μαζί και μια αίσθηση υπερηφάνειας στους βοσκούς για το προϊόν τους. Πρέπει να τους υποστηρίξουμε, γιατί αυτοί συμβάλλουν καθοριστικά στη διατήρηση της βιοποικιλότητας στα βουνά».
Η Λένα εκτιμά ότι μόνο στο 10% των σπιτιών στον Ελαφότοπο ζουν άνθρωποι όλο τον χρόνο. Ιδιαίτερα το καταχείμωνο, το χωριό αριθμεί μόλις 12 κατοίκους. Τα σπίτια μένουν άδεια, αλλά δεν είναι εγκαταλελειμμένα – συνήθως ανήκουν σε μέλη της ίδιας οικογένειας, που ζουν σε πόλεις της Ελλάδας ή και στο εξωτερικό. Η ίδια πιστεύει ότι υπάρχει προσφορά εργασίας στην περιοχή, απλώς η εγκατάσταση για έναν νέο άνθρωπο ή μια νέα οικογένεια είναι πρακτικά αδύνατη, ελλείψει διαθέσιμης ενοικιαζόμενης στέγης, ως εκ τούτου τα χωριά βρίσκονται σε μαρασμό. «Θα ήθελα να δω τα βουνά αυτά να γεμίζουν με νέους ανθρώπους κάποια μέρα», λέει. «Υπάρχει δουλειά για όλους – στην αγροτική παραγωγή, στη χειροτεχνία, στον τουρισμό, κι αν καταφέρεις να τα συνδυάσεις όλα, τότε το όφελος πολλαπλασιάζεται. Τα προβλήματά μας δεν είναι τόσο δύσκολα, υπάρχουν λύσεις. Αυτό που χρειάζεται είναι να ξεκινήσει ένα ρεύμα αλλαγής, αλλά, αν δεν γίνει σύντομα, θα είναι πολύ αργά για το Ζαγόρι».
ΜΑΝΙΤΑΡΟΚ ΚΑΙ ΤΖΟΥΜΕΪΚΕΡΣ
Η νύχτα πέφτει και μουσική αντηχεί στην κοιλάδα του κεντρικού Ζαγορίου. H «πηγή» είναι η 12η ετήσια Γιορτή Μανιταριού και το συγκρότημα Μανιταρόκ, που παίζει διασκευές σε κομμάτια ποπ, ροκ και ελληνικά παραδοσιακά στο προαύλιο της Λαμπριαδείου Σχολής, η οποία λειτουργεί πλέον ως σταθμός έρευνας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, φιλοξενώντας σπουδαστές και ερευνητές απ’ όλο τον κόσμο. Σ’ ένα από τα τραπέζια του μεγάλου υπαίθριου γλεντιού συναντάμε τον Βασίλη Νάκα, ιδρυτή των Μανιταρόφιλων Ελλάδας και μέλος της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης Τα Ψηλά Βουνά.
Ο Βασίλης πέρασε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Βρυξελλών, και εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα στα 26 του. Εργάστηκε ως οδηγός πεζοπορίας και ράφτινγκ, και κάποια στιγμή αποφάσισε να βιοποριστεί από το χόμπι του: να πουλά προϊόντα από τα μανιτάρια και τους διάφορους άγριους καρπούς που συνέλεγε στις εξορμήσεις του στη φύση. «Παράλληλα εντοπίζω και καταγράφω προϋφιστάμενα και νέα είδη χλωρίδας που συναντώ, για να δείξω την τεράστια βιοποικιλότητα της περιοχής», μας λέει. Δίνουμε ραντεβού με το φως της ημέρας σ’ ένα σταυροδρόμι έξω από τους Κήπους, για να τον δούμε στο πεδίο. Μας οδηγεί σ’ ένα ύψωμα που σκιάζεται από ψηλά δέντρα και προσφέρει ιδανικές συνθήκες για συλλογή μανιταριών. «Τα μανιτάρια, τα άγρια βότανα και τα άγρια φρούτα είναι ανεκμετάλλευτη πηγή πλούτου για την Ήπειρο», εξηγεί ο Βασίλης – ωστόσο, τα πολύτιμα βότανα που φύονται στην ελληνοαλβανική μεθοριακή περιοχή συλλέγονται κυρίως από Αλβανούς και πωλούνται διεθνώς! «Ολοένα και περισσότεροι τουρίστες ενδιαφέρονται να μάθουν για το κυνήγι μανιταριών και τρούφας, τα εποχιακά τρόφιμα και τις θεραπευτικές ιδιότητες των άγριων βοτάνων. Αλλά επειδή δεν υπάρχει το νομικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, χάνουμε δυνητικό εισόδημα, το φυσικό περιβάλλον δεν προστατεύεται και βλέπουμε χωριά έρημα και γερασμένα».
Ο Βασίλης είναι κι αυτός μέλος του Κοινωνικού Συνεταιρισμού Τα Ψηλά Βουνά, όπου συνεργάζεται με τον ιδρυτή Σωτήρη Τσουκαρέλη για τη διεξαγωγή έρευνας και την ανάπτυξη επιχειρηματικών δικτύων κοινωνικής οικονομίας. Ο συνεταιρισμός αποτελείται από ανθρώπους που ζουν, εργάζονται και παράγουν σε ορεινές περιοχές, και από το 2015 αναζητεί απαντήσεις στις πολλαπλές προκλήσεις που καθιστούν τη ζωή στην ύπαιθρο σχεδόν αδύνατη στις μέρες μας. Η άλλη δραστηριότητα του Σωτήρη είναι το Κοινωνικό Εργαστήριο Τζουμέικερς στα Τζουμέρκα, όπου μια κοινότητα ανθρώπων συνεργατικά σχεδιάζει και κατασκευάζει εργαλεία για αγροτική παραγωγή μικρής κλίμακας. Τον Ιούνιο εκπροσώπησε τους Τζουμέικερς στη συνέλευση της Κομισιόν για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, καταθέτοντας την εμπειρία του και κομίζοντας τα ευρήματα της προσωπικής του έρευνας. «Η Ε.Ε. διαθέτει πόρους για την κοινωνική οικονομία και ερευνητικά προγράμματα, αλλά η ζωή στην ελληνική ύπαιθρο εξακολουθεί να είναι αδύνατη», λέει. «Κατά τη Βυζαντινή περίοδο αλλά και επί Τουρκοκρατίας, η περιοχή άνθισε γιατί υπήρχαν ισχυρές κοινότητες που ήξεραν να συνεννοούνται και να συνεργάζονται. Πρέπει να ανακαλύψουμε εκ νέου αυτό το συλλογικό πνεύμα και να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες της τεχνολογίας, για να βοηθήσουμε τις τοπικές κοινωνίες να λύνουν τα προβλήματα από μόνες τους».
«Δεν υπάρχει επιτυχημένο παράδειγμα μεγάλης κλίμακας, γι’ αυτό και εργαζόμαστε τόσο σκληρά για να δημιουργήσουμε από τη βάση ένα βιώσιμο μοντέλο για όλη την Ευρώπη», προσθέτει ο Βασίλης, κι ένα πλατύ χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. «Υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση και δυναμική για τα προϊόντα των όρεων… ξεκινώντας απ’ τους καθημερινούς ανθρώπους των πόλεων και φτάνοντας μέχρι τα πολυτελή εστιατόρια. Βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή, γι’ αυτό το εγχείρημα φαντάζει τόσο απίστευτα δύσκολο. Πρέπει να βρούμε τους πρωτοπόρους… και ελπίζουμε να είμαστε εμείς!»
Η ΑΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ
Ένα σενάριο για το μέλλον της περιοχής, που προκαλεί πάγιες αντιδράσεις και επανήλθε στο προσκήνιο λόγω του ενεργειακού σοκ που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είναι αυτό της έρευνας και πιθανής εξόρυξης υδρογονανθράκων – την περασμένη άνοιξη, ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για έργο εθνικής σημασίας, σημειώνοντας ότι οι έρευνες αφορούν έξι εκτάσεις στην Περιφέρεια Ηπείρου και άλλες πέντε σε θαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο, στον Κυπαρισσιακό Κόλπο και στην Κρήτη. Μέχρι η εικόνα να αποσαφηνιστεί, εκφράζονται φόβοι από μερίδα της τοπικής κοινωνίας ότι το ενδιαφέρον των εταιρειών εξόρυξης εστιάζεται κυρίως σε πιθανά κοιτάσματα φυσικού αερίου κοντά στη Ζίτσα, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ζωντανά χωριά της περιοχής, έδρα δύο εξαιρετικών οινοποιείων και με δική της Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης. Ο υπεύθυνος εκστρατειών της Greenpeace, Δημήτρης Ιμπραήμ, υποστηρίζει ότι το σχέδιο πρέπει να «παγώσει» για λόγους περιβαλλοντικούς, αλλά και ότι ο «λογαριασμός» της εξόρυξης, εγκατάστασης αγωγών και άλλων υποδομών δεν «βγαίνει»: οι επιπτώσεις στην τοπική οικονομία, που βασίζεται κυρίως στον τουρισμό και την αγροτική παραγωγή μικρής κλίμακας, θα είναι πολύ μεγαλύτερες από τα ενδεχόμενα κέρδη.